Οἱ νόμοι τοῦ «ἀκαταδίωκτου»
...τῶν ὑπουργῶν καὶ τῶν γνωμοδοτικῶν ἐπιτροπῶν
Θὰ ξεκινήσω μὲ ἕνα παράδειγμα. Ἔστω ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι πρόκειται νὰ κηρύξουν πόλεμο ἐναντίον τῶν Θηβαίων! Οἱ μισοὶ ρήτορες στὴν βουλὴ ὑποστηρίζουν τὸ «ναί» καὶ οἱ μισοὶ τὸ «ὄχι». Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ ἀναπτύσσουν τὰ ὑπέρ καὶ τὰ κατὰ τῶν δύο ἐπιλογῶν. Τελικὰ ἡ κυβέρνηση ἐπιλέγει τὸ ἕνα ἐκ τῶν δύο. Ὅτι καὶ νὰ συμβεῖ στὴ συνέχεια οἱ ὑποστηρικτὲς αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς μποροῦν ἀναντίρρητα νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἄλλη ἐπιλογὴ θὰ εἶχε χειρότερες συνέπειες γιὰ τὴν πόλη. Τὸ ἀντίστροφο θὰ ὑποστηρίζει ἡ ἄλλη πλευρά. Τὸ πείραμα τῆς πραγματικῆς ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ. Οἱ πολιτικὲς πράξεις δὲν μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν ἐκ τῶν ὑστέρων οὔτε ὡς σωστὲς οὔτε ὡς λανθασμένες. Καθὼς καὶ οἱ ἀπόψεις καὶ γνῶμες τῶν ρητόρων καὶ τῶν δύο πλευρῶν σὲ καμία περίπτωση δὲν κρίνονται, κατακρίνονται ἢ δικάζονται· αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ δημοκρατία. Ὅσοι προσπαθοῦν κάτι τέτοιο ἁπλῶς ἀερολογοῦν.
Ἄρα οἱ «πολιτικές πράξεις» καὶ οἱ «γνωμοδοτήσεις» σε καμία περίπτωση δὲν ἀποτελοῦν ποινικά ἀδικήματα. Ἑπομένως οἱ νόμοι ποὺ ψηφίζονται γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς νομικῆς εὐθύνης (ἀκαταδίωκτο) ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι περιττοὶ, κάτι τὸ ὁποῖο γνωρίζουν καλὰ οἱ ψηφίσαντες, μᾶς ὁδηγοῦν κατ' ἀνάγκην στὴ σκέψη ὅτι γίνονται ἐκ τοῦ πονηροῦ.
Ἡ «πολιτικὴ πράξη» δὲν ἀξιολογεῖται, ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπαναληφθεῖ, ἄρα δὲν ἔχει ἀνάγκη κανενὸς νομοῦ τὴν προστασία. Εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ «πολιτικὴ πράξη» δὲν μπορεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς καλὴ ἢ κακή. Μόνο ἐκ τῶν προτέρων μπορεῖ νὰ συζητηθεῖ. Καὶ αὐτὸ γιατί ὁ χρόνος δὲν γυρίζει πίσω, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ μιὰ πράξη. Τὰ «δεινὰ» καὶ τὰ «ὀφέλη» ἀπὸ μία «πράξη» δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ ἀντίστοιχα ἀπὸ μία φανταστικὴ τοιαύτη.
Ἡ κάθε πράξη τοῦ κάθε ἀνθρώπου, εἶναι ἢ «πολιτικὴ πράξη» ἢ «ἰδιωτικὴ πράξη». Ἰδιωτικὴ πράξη εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία δὲν δημοσιοποιεῖται καὶ ἑπομένως δὲν κριτικάρετε, καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει στὸ παρὸν κείμενο (ἐννοεῖται ὅτι πάντα μιλᾶμε γιὰ «πράξεις» οἱ ὁποῖες δὲν παραβαίνουν τὸν ποινικὸ κώδικα, ἀλλιῶς εἴτε «ἰδιωτικὴ» εἴτε «πολιτικὴ», τότε λέγεται «ἐγκληματικὴ» καὶ ἀκολουθεῖ τὴν δικαστικὴ ὁδό).
Τὸ βασικὸ θεώρημα εἶναι: Καμία «πολιτικὴ πράξη» δὲν μπορεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων νὰ ἐλεγχθεῖ γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα της, οὔτε σὲ σχέση μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη οὔτε σὲ σχέση μὲ τὴν ἀποφυγή της. Πάντα θὰ ὑπάρχουν σημεῖα ἀδικίας καὶ συμφερόντων καὶ στὴν πολιτικὴ πράξη καὶ στὴν φανταστικὴ της, οἱ ρήτορες ἔνθεν καὶ ἔνθεν θὰ τὰ ὑποστηρίζουν.
Ἡ ἀπόδειξη αὐτοῦ τοῦ θεωρήματος εἶναι πολὺ ἁπλῆ καὶ νομίζω κατανοητὴ ἀπ’ ὅλους, καθότι οὐδεμία πράξη μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ ὑπὸ τίς ἴδιες συνθῆκες. Ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει πείραμα ἀποτίμησης τῆς ἀξίας της. Καὶ ἄρα τὸ ὅτι «αὐτὴ ἡ πράξη εἶναι ἡ καλύτερη δυνατή», μπορεῖ νὰ τὸ ἰσχυριστεῖ κάποιος πολὺ εὔκολα.
Ἐὰν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔτσι, τότε εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι περιττὴ κάθε νομοθεσία περὶ «εὐθύνης» ὑπουργῶν ἀλλὰ καὶ περὶ εὐθύνης γιὰ κάθε «νόμιμη πράξη» τοῦ καθενός. Οἱ πράξεις τῶν πολιτικῶν καὶ οἱ πράξεις τῶν κοινῶν θνητῶν εἶναι «πολιτικὲς πράξεις» καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μποροῦν νὰ διωχθοῦν ἢ νὰ κατηγορηθοῦν ἢ νὰ κατακριθοῦν «αὐτὲς καθαυτὲς» (ἐκτὸς ἂν εἶναι ἐγκληματικὲς), οὔτε κἄν νὰ τὶς κριτικάρουμε μποροῦμε. Διότι θὰ σοῦ ἀπαντήσει ὁ πολιτικὸς ποὺ τὴν ἀποφάσισε «ἄν κάναμε ὁτιδήποτε ἄλλο τὰ "δεινὰ" θὰ ἦταν περισσότερα»!
Ἡ «πολιτικὴ πράξη» δὲν διώκεται ἐκ τῶν ὑστέρων, μόνον ἐκ τῶν προτέρων συζητεῖται, διαβουλεύεται καὶ ἀποφασίζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς πολῖτες. Σήμερα μὲ τὶς ἠλεκτρονικὲς δυνατότητες ποὺ ὑπάρχουν αὐτὸ εἶναι παιχνιδάκι! Παραδείγματος χάριν, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ὡς ἐξῆς: Οἱ βουλευτὲς διατυπώνουν σωστά τὸ ἐρώτημα, οἱ πολῖτες ψηφίζουν καὶ ἡ κυβέρνηση ὑλοποιεῖ αὐτὸ ποὺ ψήφισαν οἱ πολῖτες.
Ὅσο γιὰ τὸ ἀξιόποινο τῶν «γνωμοδοτήσεων», δὲν τίθεται ἀπὸ κανέναν τέτοιο ζήτημα! Δὲν ποινικοποιῆται ἡ «σκέψη», ὁ «λόγος», ἡ «γνώμη» σὲ πολιτισμένη κοινωνία. Θεμελιῶδες ἀνθρώπινο δικαίωμα ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης! Ἑπομένως, πρὸς τὶ οἱ νόμοι περὶ τοῦ ἀκαταδίωκτου τῶν γνωμοδοτικῶν ἐπιτροπῶν;
Ὅλες οἱ πράξεις καὶ οἱ λόγοι τοῦ κάθε «δημόσιου λειτουργοῦ» καὶ τοῦ κάθε «ἁπλοῦ πολίτη» εἶναι «πολιτικές πράξεις!» Κατ’ ἐπέκταση καὶ γιὰ τὸν «ἁπλὸ πολίτη» ἰσχύει ἀκριβῶς τὸ ἴδιο· δηλαδὴ ὅλες οἱ πράξεις του ὀφείλουν, σὲ μία εὐνοούμενη κοινωνία πολιτῶν, νὰ εἶναι τέτοιες ὥστε νὰ μὴν ἔχη δικαίωμα κανένας, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος, νὰ τὶς κριτικάρει ἐκ τῶν ὑστέρων, μόνον ἐκ τῶν προτέρων ὀφείλει νὰ τὶς σκέπτεται προκειμένου νὰ τὶς ἀποφασίσει. Τὰ φασιστικά καθεστῶτα, καὶ τὰ «καθεστῶτα δουλείας» ἐκ τῶν προτέρων τὶς ἀπαγορεύουν ἢ τὶς ἐπιβάλουν καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων τὶς τιμωροῦν.
Οἱ πολιτισμένες κοινωνίες δικάζουν μόνον «πράξεις ποὺ ἔχουν καταγραφεῖ ἐκ τῶν προτέρων ὡς «ἐγκλήματα» γιὰ ὅλους τοὺς πολίτες καὶ ποτὲ «πολιτικὲς πράξεις» ἢ «γνῶμες»! Τὰ ἐγκλήματα ὅπως τῆς «ἐσχάτης προδοσίας» ἢ τὰ «κατὰ τῆς ἀνθρωπότητος», ξεφεύγουν τοῦ παρόντος λόγῳ μεγάλης νομικῆς πολυπλοκότητας.
Τὸ ἀντίστροφο θέμα τῆς «παραγραφῆς τῶν ἐγκλημάτων» τὸ ἔχω ἀναπτύξει ἐδῶ!