Loading...

ΑΓΧΙΒΑΣΙΗΝ

ΠΑΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ
ΑΙΕΝ ΑΡΙΣΤΕΥΕΙΝ
Ἀγχιβασίην

Πᾶν μέτρον ἄριστον

Ἄριστον

Τὸ ἐπίθετο ἄριστος, ἀρίστη, ἄριστον, εἶναι ὁ ὑπερθετικὸς βαθμὸς τοῦ ἐπιθέτου «ἀγαθός» καὶ τὸ συναντοῦμε πολλάκις  καὶ στὸν Ὅμηρο ὡς τέτοιο.
Τὸ οὐσιαστικὸ «ἄριστον» τὸ συναντοῦμε καὶ στὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη σὲ δύο σημεῖα, ἕνα στὴν Ἰλιάδα (Ω 124) καὶ ἕνα  στὴν Ὀδύσσεια (π 2), μὲ τὴν ἔκφραση  «ἐντύνοντο ἄριστον», ἡ ὁποία σημαίνει «ἑτοίμαζαν γεῦμα». Τὸ ἄριστον, ὡς οὐσιαστικὸ στὴν ἐποχὴ τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (Μυκηναϊκή) σημαίνει τὸ «πρωινὸ γεῦμα», ἐνῶ τὴν Κλασσικὴ ἐποχὴ ἡ ἔννοια μετατοπίσθηκε στὸ «μεσημεριανὸ γεῦμα» καὶ σήμερα, στὴν ναυτικὴ ὁρολογία, σημαίνει ἐπίσης τὸ «μεσημεριανό».
Πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι γιὰ ἑκατομμύρια χρόνια στὴν Ἱστορία καὶ τὴν Προϊστορία τῆς Ἀνθρωπότητας, τὸ μόνο ἀγαθὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀγωνιοῦν καὶ ἀγωνίζονται  οἱ ἄνθρωποι  εἶναι ἡ εὕρεση καὶ ἡ ἐξασφάλιση τῆς τροφῆς τους. Ἔτσι, λοιπόν, «τὸ ἀγαθόν», ὡς οὐσιαστικό (γραμματολογικῶς καὶ ὀντολογικῶς) ταυτιζόμενο μὲ τὴν τροφὴ γίνεται  στὸν ὑπερθετικό του βαθμό, δηλαδὴ στὴν ὀρθὴ χρήση του, ὡς ποσότητα κυρίως (ἀλλὰ καὶ ὡς ποιότητα) «ἄριστον». Ἄρα τὸ ἄριστον εἶναι ἡ λελογισμένη χρήση τοῦ ἀγαθοῦ τῆς τροφῆς, μὲ δεδομένο πὼς ἡ ἔλλειψη ἢ ἡ ὑπερβολή της ὁδηγεῖ σὲ δεινά..

Μέτρον Ἄριστον

«Μέτρον», λοιπόν, στὴν διατροφή, χωρὶς ἐλλείψεις ἀλλὰ καὶ χωρὶς ὑπερβολές, οἱ ὁποῖες μετατρέπουν τὸ ἀγαθὸν σὲ δεινόν. Ὡς «μέτρον ἄριστον»  πιθανὸν νὰ διατυπώθηκε τὸ ρητὸ ἀρχικῶς ἀπὸ τὸν Κλεόβουλο τὸν Λίνδιο, μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς προτρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν διατροφή μας μὲ τὸν σωστὸ τρόπο καὶ σὲ ποσότητες καὶ σὲ ποιότητες. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ πὼς τὸ «ἄριστον» εἶναι προσδιορισμὸς ποὺ ἀναφέρεται μόνον σὲ κάτι «ἀγαθό». Δὲν ἔχει ἔννοια καὶ νόημα νὰ προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε τὸ «ἄριστον» σὲ κάτι «κακό», «δεινό». Τὸ οὐσιαστικὸ νόημα τοῦ ρητοῦ «μέτρον ἄριστον» εἶναι πὼς τὸ καλὸ καὶ ἀγαθὸ ἔχει πρακτικὴ δυσκολία στὴν μέτρηση, τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν προσδιορισμὸ τῆς σωστῆς του χρήσης. Ἡ ἀριστοποίηση στὸν σημερινὸ πολιτισμὸ δὲν ἰσχύει μόνον γιὰ την κάλυψη τῶν ἀτομικῶν καὶ κοινωνικῶν ἀναγκῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἀναγκῶν τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς παραγωγῆς.

πᾶν μέτρον ἄριστον

Στὴν συνέχεια, ὅταν οἱ κοινωνίες ἐξασφάλισαν κάποιαν ἐπάρκεια στὴν διατροφή τους, ἄρχισαν νὰ ἀναδεικνύουν καὶ νὰ ἐνδιαφέρονται καὶ γιὰ ἄλλα ἀγαθά, ἀτομικὰ καὶ κοινωνικά. Τὸ «ἄριστον» γενικεύεται καὶ προσδιορίζει ὡς τέτοιο κάθε (πᾶν) ἀγαθό. Ἔτσι, τὸ ρητό, πιὸ γενικευμένο καὶ πιὸ ὥριμο, γίνεται «πᾶν μέτρον ἄριστον». Σ' αὐτὴν τὴν διατύπωση μᾶς τὸ παραδίδει ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος στοὺς Βίους τῶν Φιλοσόφων, ὡς λεχθὲν ὑπὸ τοῦ Κλεοβούλου τοῦ Λινδίου, ὁ ὁποῖος μᾶς προτρέπει νὰ ἐφαρμόζουμε τὴν ἴδια λογικὴ γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἱκανοποιήσεις τῶν ἀναγκῶν μας. Ἰσχύει δὲ τὸ ρητὸ τοῦτο μόνο γιὰ τὰ καλὰ πράγματα,  ἡ ὑπερβολὴ ἢ ἡ ἔλλειψή τῶν ὁποίων μᾶς προξενοῦν διάφορα δεινά. Κι' ἐδῶ  τὸ «ἄριστον» εἶναι προσδιορισμὸς ἀναφερόμενος μόνον σὲ κάτι «ἀγαθόν».

Πάντων χρημάτων μέτρον Ἄνθρωπός ἐστι

Ὁ Πρωταγόρας, στὴν προσπάθειά του νὰ βελτιώσει τὸ ρητό, νὰ τὸ καταστήσει πιὸ γενικὸ καὶ πιὸ προσαρμοσμένο στὸν κάθε ἄνθρωπο, καὶ θέλοντας νὰ ἀναδείξει τὴν μεγάλη ἀλήθεια πὼς τὸ «ἄριστον» εἶναι διαφορετικὸ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, προσέθεσε τὴν λέξη «χρῆμα» (πρᾶγμα), καὶ τὸ ρητὸ ἔγινε ὅπως τὸ συναντοῦμε στὸν Πλάτωνα μὲ τὶς ὅποιες παραλλαγές του,  περίπου ἔτσι: «πάντων χρημάτων (ἄριστον) μέτρον ἄνθρωπός ἐστί». Τὸ ἄριστον ἐδῶ μετατρέπεται ἀπὸ οὐσιαστικὸ σὲ ἐπίθετο ποὺ προσδιορίζει τὸ «μέτρον», ὁπότε συνήθως παραλείπεται ὡς εὐκόλως ἐννοούμενο. Δηλαδή, ὁ Πρωταγόρας μᾶς λέγει πὼς ὅλα τὰ «χρήματα» (πράγματα) πρέπει νὰ τὰ μετρᾷ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀρίστως γιὰ τὸν ἑαυτό του,

«ἐντύνεσθαι ἀρίστως»

Τὸ ρῆμα «ἐντύνω», μὲ τὸ ὁποῖο συντάσσει ὁ Ὅμηρος τὸ «ἄριστον», σημαίνει προετοιμάζω, ἐξοπλίζω, ἐφοδιάζω. Ἂν ὑποθέσουμε πὼς ὅλα «τὰ ἀγαθὰ» μποροῦν νὰ νοηθοῦν μὲ αὐτὴν τὴν ρηματικὴ ἔννοια, χρησιμοποιῶντας  τὸ  ἐπίρρημα «ἀρίστως» μποροῦμε νὰ διατυπώσουμε μιὰν ἔκφραση συντομότερη καὶ περιεκτικότερη, ὡς ἑξῆς: «ἐντύνεσθαι  ἀρίστως».


Ἀγχιβασίην