Loading...

Η ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ

ΩΣ ΜΕΣΟΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ
Ἀγχιβασίην

Ἡ «ἀρετή» ὡς μεσότης στὸν Ἀριστοτέλη

«μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου»
Ἠθικὰ Νικομάχεια [1106b.27]

Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ κατανοήσει τὸ πὼς νὰ κατακτήσει τὴν ἀρετὴ στὴν πράξη (ὄχι στὴ θεωρία), πρέπει ἢ νὰ μελετήσει τὰ «Ἠθικὰ Νικομάχεια» τοῦ Ἀριστοτέλη ἢ νὰ κατανοήσει τὸ ἀκόλουθο σχῆμα τοῦ σχοινοβάτη.

Ἡ «ἀρετή» ὡς μεσότης στὸν Ἀριστοτέλη

Ὁ σχοινοβάτης κάθε «στιγμή», καθὼς περπατάει στὸ σχοινί, βρίσκεται στὴ περιοχή τῶν ἀρετῶν (λογιστικοῦ, θυμοειδούς, ἐπιθυμητικοῦ). Ὁλες οἱ ἀρετὲς παροῦσες! Ὅλες του οἱ αἰσθήσεις, ὅλες του οἱ κινήσεις, ὅλο του τὸ «ΕΙΝΑΙ» βρίσκονται σὲ κατάσταση ἑτοιμότητας γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ στόχου του. Στὸν σχοινοβάτη ἔχουμε τὸ καλύτερο παράδειγμα στόχευσης τῆς μεσότητας γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς «Ἀρετῆς» (τοῦ «στόχου», τοῦ «Ἀγαθοῦ»).

Οἱ ἀρετὲς στὸν Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλη

Η «Ἀρετη» εἶναι τὸ κεντρικὸ θέμα ποὺ διαπερνᾶ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Πλάτωνος.

Ὅλα τα ἐρωτήματά περί ἀρετῆς, ἔχουν διατυπωθεῖ στὸ ἔργο τοῦ Πλάτωνος. Παραδείγματος χάρη, ἐὰν ἡ ἀρετὴ εἶναι διδακτή ἢ ὄχι, ἢ ἐὰν ὑπάρχει μία ἑνιαία ἀρετὴ καὶ ὅλες οἱ ἄλλες εἶναι προοπτικὲς καὶ προσδιορισμοὶ αὐτῆς, ἢ πὼς ἀλληλοτροφοδοτοῦνται οἱ διάφορες ἀρετές καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ἐπίσης ὁ Πλάτωνας μᾶς ἔδωσε ὅλες τὶς διαιρέσεις τῶν ἀρετῶν μὲ διάφορα κριτήρια, ὅπως αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στὰ μέρη τῆς ψυχῆς, ἀρετὲς πολιτικές, ἀρετὲς σωματικές, ἀρετὲς ἀτομικὲς καὶ ἀρετὲς κοινωνικές.

Ἡ προσπάθεια κατανόησης τῆς «ἀρετῆς» μέσῳ τοῦ «ὁρισμοῦ της» εἶναι ὁ βασικὸς στόχος τοῦ Πλάτωνος. Π.χ. στὸ διάλογο «Χαρμίδης» ἔχουμε ἕξι ὁρισμοὺς γιὰ τὴν «ἀρετὴ τῆς σωφροσύνης», τοὺς ὁποίους ἀπέρριψε ἀποδομῶντας τους ἕναν-ἕναν ὁ Σωκράτης. Σὲ ὅλους τοὺς διαλόγους του, ὁ Πλάτωνας ἀσχολεῖται μὲ κάποια ἢ κάποιες ἀρετές. Ἀκόμη καὶ στὴν ἀπολογία τοῦ Σωκράτους ἔχουμε τὰ λόγια τοῦ Σωκράτους: «Οὐκ ἐκ χρημάτων ἀρετὴ γίγνεται, ἀλλ᾿ ἐξ ἀρετῆς χρήματα καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις ἅπαντα καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ.» Ἀπολογία Σωκράτους [30.a.1]

Ἡ «μεσότης» στὸν Πλάτωνα ὑπάρχει σὰν ἔννοια, ὅμως δὲν τὴν ἀναφέρει πουθενὰ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀρετή, τὴν ἀναφέρει ἢ ὡς ἔννοια τῶν μαθηματικῶν ἢ ὡς ἔννοια διαφόρων μεγεθῶν ποὺ ἔχουν ἢ δὲν ἔχουν «μέσον».

Ἡ ἀρετὴ ὡς «μεσότης» εἶναι ἀριστοτελικὴ προσέγγιση καὶ μόνο.

«μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου»
Ἠθικὰ Νικομάχεια [1106b.27]

Ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Ἠθικὰ Νικομάχεια» μᾶς ἀναπτύσσει πὼς μὲ τὴν «μεσότητα» θὰ κατακτήσουμε τὴν Ἀρετή, καὶ τὸ Ἀγαθόν, καὶ ἔτσι θὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν κοινωνία τῆς Εὐδαιμονίας.

Σὲ γενικὲς γραμμὲς μᾶς λέει τὰ ἀκόλουθα:

  • Δὲν δίνει οὔτε ἐντολὲς, οὔτε ὁρισμοὺς, οὔτε κανόνες ἠθικῆς γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ ἀγαθοῦ.
  • Οἱ πράξεις, τὰ ἔργα καὶ τὰ πάθη χαρακτηρίζονται ἢ ἐπαινετὰ ἢ ψεκτά, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἢ σπουδαῖοι ἢ φαῦλοι, καὶ ὁδεύουν ἢ πρὸς τὴν «Ἀρετή» ἢ πρὸς τὴν «Κακία» ἀντίστοιχα.
  • Ἡ ἀρετή (ἡ «ὁδὸς» γιὰ τὸ «ἀγαθόν») χαρακτηρίζει τὴν κάθε συγκεκριμένη πράξη (ἢ ἔργο ἢ πάθος) τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου σὲ μιὰ συγκεκριμένη στιγμή, καὶ κατόπιν ἐνδέχεται νὰ χαρακτηριστεῖ «στατιστικὰ» καὶ ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος.
  • Ἂν οἱ «κατηγορίες» ποὺ δέχεται τὸ «ἀγαθόν» (ὠφέλιμο, δυνατό, προτιμότερο, ἐπιθυμητό) ἔχουν «ἐναντία» (ἀντίθετα), ποὺ δέχονται τὸ «μᾶλλον καὶ ἧττον» (περισσότερο καὶ λιγότερο), καὶ ἑπομένως διαθέτουν «μέσον», τότε ἡ στόχευσης αὐτοῦ τοῦ «μέσου» εἶναι ἡ «Ἀρετή».
  • Ἡ συγκυρία τῆς στιγμῆς καθορίζει ποὺ εἶναι τὸ «μέσον» κάθε φορά. Δέν ὑπάρχει προκαθορισμένο «μέσον».
  • Ἡ κάθε «ἀρετὴ» ἔχει πάντα τὴν ἀντίθετή της «κακία». Μερικὲς φορὲς ἔχει δύο ἀντίθετες κακίες, ὅπως «ἀνδρεία - δειλία» καὶ «ἀνδρεία - θρασύτης», οἱ ὁποῖες (κακίες) εἶναι καὶ μεταξὺ τους ἀντίθετες «δειλία - θρασύτης». Ἡ ἀρετὴ «ἀνδρεία» εἶναι ἡ μεσότης αὐτῶν τῶν δύο. Ὁμοίως «ἀσωτία - ἐλευθεριότης - φιλαργυρία» καὶ «χαυνότης – πραότης – ὀργιλότης». Περισσότερα παραδείγματα στὸ «Ἠθικὰ Νικομάχεια» 2ο Βιβλίο.
  • Τὸ σταυροδρόμι τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας εἶναι τρίστρατο =>
    => [ἔλλειψις=κακία ] -- [μεσότης =Ἀρετή] -- [ὑπερβολή=κακία]
  • «ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὶ ὅσας ἐστὶν ἐπιστήμη, τοῦτ' ἀληθὲς μὲν εἰπεῖν, ὅτι οὔτε πλείω οὔτε ἐλάττω δεῖ πονεῖν οὐδὲ ῥᾳθυμεῖν» (στὶς «ἐπιστῆμες» καὶ στὶς «μελέτες» δὲν πρέπει οὔτε νὰ καταπονοῦμε τὸν ἑαυτὸν μας, οὔτε νὰ εἴμαστε τεμπέληδες).
  • Πολλές φορὲς οἱ ρήτορες παρουσιάζουν τὴν «μεσότητα» τῆς ἀρετῆς σὰν νὰ βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ ἕνα ἀπ’ τὰ δύο ἄκρα, λόγῳ ρητορικῆς σκοπιμότητος, π.χ. τὴν «ἀνδρεία» τὴν ἐμφανίζουν νὰ εἶναι πιὸ κοντὰ στὴν «θρασύτητα» ἢ στὴν «δειλία».

Ἡ μεσότητα ὡς ἔννοια στὴν καθημερινὴ μας ζωή καὶ στὴν καθημερινὴ μας πράξη εἶναι σὲ ὅλους γνωστὴ μὲ τὰ ρητὰ «πᾶν μέτρον ἄριστον», «μηδέν ἄγαν», «ὄχι ὑπερβολές» κ.λπ.

Στὸ παρακάτω σχῆμα ἔχουμε τὶς περισσότερες ἀρετὲς, καὶ πῶς αὐτὲς κατατάσσονται στὰ μέρη τῆς ψυχῆς.

(Πλατωνικὴ διαίρεση ποὺ τὴν δέχεται καὶ ὁ Ἀριστοτέλης)

Ἡ «ἀρετή» ὡς μεσότης στὸν Ἀριστοτέλη


Ἡ «ἀρετή» καὶ τὸ «Ἀγαθὸν»

Ἡ «ἀρετὴ» καὶ τὸ «ἀγαθὸν» ἔχουν μία «διαλεκτικὴ σχέση» πολὺ βαθιὰ καὶ πολὺ στενή. Τὸ ἕνα ἐμπεριέχει καὶ ἐμπεριέχεται στὸ ἄλλο.

Ἡ ἀρετὴ ἀναφέρεται στὶς πράξεις τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου, στὰ ἔργα του, τὰ πάθη του, τὸ λόγο του, τὴν ψυχή του, ἐνῷ τὸ «ἀγαθόν» εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν πράξεων σὲ ἀτομικὸ ἀλλὰ κυρίως σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο.

Τὰ γένη καὶ τὰ εἴδη τῶν «ἀντικεῖσθαι» στὸν Ἀριστοτέλη,
τὰ ὁποῖα συνδέονται καὶ συσχετίζονται στενὰ μὲ τὴν στόχευση τοῦ «μέσου».

  • Ἀντίθετα (τὰ ἐναντία)
  • Ἀγαθὸν Κακόν
  • Ἔλλειψη ὑπερβολή
  • Πρὸς τι
  • Στέρησις καὶ ἕξις
  • Ἀντίφαση
  • Μᾶλλον καὶ ἧττον
  • Παρελθόν μέλλον
  • Πρότερον ἅμα ὕστερον
  • Κινήσεων «ἀντικεῖσθαι»
    • αὔξησις μείωσις
    • γένεσις φθορὰ (θάνατος)
  • Ἄνω κάτω
  • Δεξιά ἀριστερά
  • Ἀληθές ψεῦδος
  • Διχοτομίες (ὄν - «μὴ ὄν)

«Ἠθικὰ Νικομάχεια»

[1103b.26]
Ἐπεὶ οὖν ἡ παροῦσα πραγματεία οὐ θεωρίας ἕνεκά ἐστιν ὥσπερ αἱ ἄλλαι (οὐ γὰρ ἵνα εἰδῶμεν τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα, ἀλλ᾿ ἵν᾿ ἀγαθοὶ γενώμεθα, ἐπεὶ οὐδὲν ἂν ἦν ὄφελος αὐτῆς), ἀναγκαῖον ἐπισκέψασθαι τὰ περὶ τὰς πράξεις, πῶς πρακτέον αὐτάς· αὗται γάρ εἰσι κύριαι καὶ τοῦ ποιὰς γενέσθαι τὰς ἕξεις, καθάπερ εἰρήκαμεν.

τὸ μὲν οὖν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον πράττειν κοινὸν καὶ ὑποκείσθω — ῥηθήσεται δ᾿ ὕστερον περὶ αὐτοῦ, καὶ τί ἐστιν ὁ ὀρθὸς λόγος, καὶ πῶς ἔχει πρὸς τὰς ἄλλας ἀρετάς.

ἐκεῖνο δὲ προδιομολογείσθω, ὅτι πᾶς ὁ περὶ τῶν πρακτῶν λόγος τύπῳ καὶ οὐκ ἀκριβῶς ὀφείλει λέγεσθαι, ὥσπερ καὶ κατ᾿ ἀρχὰς εἴπομεν ὅτι κατὰ τὴν ὕλην οἱ λόγοι ἀπαιτητέοι· τὰ δ᾿ ἐν ταῖς πράξεσι καὶ τὰ συμφέροντα οὐδὲν ἑστηκὸς ἔχει, ὥσπερ οὐδὲ τὰ ὑγιεινά. τοιούτου δ᾿ ὄντος τοῦ καθόλου λόγου, ἔτι μᾶλλον ὁ περὶ τῶν καθ᾿ ἕκαστα λόγος οὐκ ἔχει τἀκριβές· οὔτε γὰρ ὑπὸ τέχνην οὔθ᾿ ὑπὸ παραγγελίαν οὐδεμίαν πίπτει, δεῖ δ᾿ αὐτοὺς ἀεὶ τοὺς πράττοντας τὰ πρὸς τὸν καιρὸν σκοπεῖν, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς ἔχει καὶ τῆς κυβερνητικῆς.

ἀλλὰ καίπερ ὄντος τοιούτου τοῦ παρόντος λόγου πειρατέον βοηθεῖν.

πρῶτον οὖν τοῦτο θεωρητέον, ὅτι τὰ τοιαῦτα πέφυκεν ὑπ᾿ ἐνδείας καὶ ὑπερβολῆς φθείρεσθαι, (δεῖ γὰρ ὑπὲρ τῶν ἀφανῶν τοῖς φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι) ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἰσχύος καὶ τῆς ὑγιείας ὁρῶμεν· τά τε γὰρ ὑπερβάλλοντα γυμνάσια καὶ τὰ ἐλλείποντα φθείρει τὴν ἰσχύν, ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ποτὰ καὶ τὰ σιτία πλείω καὶ ἐλάττω γινόμενα φθείρει τὴν ὑγίειαν, τὰ δὲ σύμμετρα καὶ ποιεῖ καὶ αὔξει καὶ σῴζει.

οὕτως οὖν καὶ ἐπὶ σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας ἔχει καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν.

ὅ τε γὰρ πάντα φεύγων καὶ φοβούμενος καὶ μηδὲν ὑπομένων δειλὸς γίνεται, ὅ τε μηδὲν ὅλως φοβούμενος ἀλλὰ πρὸς πάντα βαδίζων θρασύς· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ μὲν πάσης ἡδονῆς ἀπολαύων καὶ μηδεμιᾶς ἀπεχόμενος ἀκόλαστος, ὁ δὲ πᾶσαν φεύγων, ὥσπερ οἱ ἄγροικοι, ἀναίσθητός τις· φθείρεται δὴ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, ὑπὸ δὲ τῆς μεσότητος σῴζεται. [1104a.27]


Ἀγχιβασίην