Μπόρα Καλοκαιρινή
Γειὰ καὶ χαρά σου Ἄγνωστη, Μοῦσα μου ξαφνική,
μιὰ μοῦ δίνεις μιὰ μοῦ παίρνεις καὶ το νοῦ καὶ τή ψυχή,
τοῦτο σοῦ ἀφιερώνω λίαν ἐξαιρετικά,
γιατί μοῦ θυμίζει ἐσένα, ἡ μπόρα στὴ καλοκαιριά.
Ὅσο δυνάμωνε ἡ βροχὴ χθὲς τὸ ἀπογευματάκι,
δίπλα στὸ τζάμι κάθομαι καὶ πλέκω τὸ στιχάκι,
χαμήλωσα τὴ Μουσική, ν' ἀκούγεται ὅτι στάζει
σκέψεις, σταγόνες ἄπειρες, καὶ γίνηκαν ρυάκι.
Χιλιάδες οἱ σταλαγματιὲς σὰν Ποὺ καὶ σὰν Γιατί,
χάνονται ὅταν πέφτουνε στὴν εὔφορη τὴ Γῆ,
κι ἐμᾶς μᾶς ταξιδεύουνε ρυάκια ἢ ποταμοί,
καὶ μᾶς πηγαίνουνε ἀλλοῦ σὲ πέλαγα ἀχανῆ.
Καὶ δίπλα τους φυτρώνουνε Μυρτιές, οἱ ἀναμνήσεις
στὸν ἴσκιο τους διαβάτες ν ἀντέξουν συγκινήσεις
μὲ αἴσθηση ποὺ μένει ὑγρὴ ἀπ τὴ σιωπή,
εἶναι αὐτὴ ἡ γεύση, ἡ γεύση τῆς βροχῆς.
Μὰ σὰν ἡ Μπόρα πέρασε, ἀλλάζω Μουσική,
ὁ κόσμος φαίνεται ἀλλιῶς μετὰ ἀπ τὴ βροχή,
τὰ δακρυσμένα δένδρα, λιμνοῦλες μὲ νερό,
κάνουν τὸ φῶς πιὸ νέο, ὄντως πιὸ φωτεινό.
Τώρα θὰ σταματήσω, ὅπως καὶ ἡ βροχή,
ὅλα μυρίζουν ὄμορφα χῶμα καὶ γιασεμί,
καὶ περιμένω ἐσένα νά 'ρθεις ὅπως αὐτή,
ἀνέμελη, ἀτίθαση, ὄμορφη, ξαφνική!