Loading...

Ἡ θεία μας ἡ Ἀντιγόνη, ἡ θεία μας ἡ καλή

Ἡ θεία μας ἡ Ἀντιγόνη πατρός μας ἀδελφή,
παντρεύτηκε τὸν Γιάννη ἕνα καλὸ παιδί,
καὶ εἶχε καὶ μία κόρη τὴ λέγαν Φωτεινή,
μεγάλωσε καὶ ἐγγόνι καὶ ἔζησε πολύ.

Ἡ θεία μας ἡ Ἀντιγόνη ἡ θεία μας ἡ καλή,
ὅλη τὴ μέρα σκούπιζε τὸ δρόμο, τὴν αὐλή,
καὶ τὴν κουβέντα ἔπιανε μὲ ὅποιον κι ἂν βρεθεῖ,
μὲ θέμα πάντα ἐπίκαιρο τὴν τρέχουσα ἠθική.

Ἔραβε, σιδέρωνε καὶ σκούπιζε πολύ,
ἅπλωνε τὰ πλυμένα κάτω στὴν αὐλή,
πότισε τὶς γλάστρες, κατάβρεχε πολύ,
καὶ σκούπιζε ξανὰ τὰ φύλλα ἀπὸ τὸ γιασεμί.

Ἐσκούπιζε τὸ δρόμο πολὺ προσεκτικά,
κατάβρεχε καὶ ἔφτιαχνε μαιάνδρους τελικά,
μὲ τοὺς περαστικοὺς κουβέντα, δῆθεν βιαστικά,
ἀλλὰ ξημεροβραδιαζότανε λέγοντας μυστικά.

Ἡ θεία μας ἡ Ἀντιγόνη πολὺ μᾶς ἀγαποῦσε,
μᾶς δίδασκε καὶ ἦθος μὰ καὶ διαγωγή,
νὰ ἔχουμε τὸ νοῦ μας συνέχεια συνιστοῦσε,
καὶ μάτια δεκατέσσερα γιὰ τὴν κακιὰ στιγμή.

Τὸ Σάββατο γιὰ ψώνια πήγαινε στὴν λαϊκή,
καὶ ἔκανε παζάρια γιὰ μία καλὴ τιμή,
ἔφτιαχνε καὶ μεζέδες νὰ πάει στὸ μαγαζί,
κι ἡ μάνα μας τῆς φώναζε «εἶσαι πολὺ ἀργή».

Εἶχε καὶ ἐνδιαφέροντα καὶ στὴν πολιτική,
«Ἕνωση Κέντρου» δήλωνε, ὡραία ἐποχή,
τὸ σχολαρχεῖο τέλειωσε καὶ ἦταν μορφωμένη,
μιλοῦσε καθαρεύουσα ἐμπεριστατωμένη.

Μεγάλο τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὴν ἀνατροφή,
τῆς κόρης τῆς μονάκριβης, τὴν λέγαν Φωτεινή,
συνέχεια νουθετοῦσε νὰ μὴν παρεκτραπεῖ,
καὶ ἄριστη νὰ εἶναι σὲ ὅλη της τὴ ζωή.

Παντοῦ νὰ παίρνει δέκα σχολεῖο, ἀγγλικά,
ἔκθεση, γεωγραφία καὶ μαθηματικά,
τὸ βράδυ μὴν ἀργήσει στὸ σπίτι νὰ γυρίσει
ὑπάρχουν ἐπικίνδυνα σοκάκια πονηρά.

Δὲν ἄφηνε συνήθως τὴν κόρη τὴ Φωφώ,
μαζί μας γιὰ νὰ παίζει κρυφτὸ κυνηγητό,
ἔλεγε πὼς τὰ ἀγόρια δὲν ἔχουμε μυαλό,
τὸ μόνο ποὺ μᾶς νοιάζει παιχνίδι καὶ κοκό.

Τῆς γειτονιᾶς μας τὰ κορίτσια τὴν πειράζανε,
πᾶμε στὴ κυρά-Ἀντιγόνη ἐφωνάζανε,
αὐτή τους ἔδινε γλυκὰ καὶ συμβουλές,
τὰ ἀγόρια νὰ προσέχουνε μὴν πάθουν συμφορές.

Τὸ θεῖο μας τὸν Γιάννη πολὺ τὸν ἀγαποῦσε,
νὰ μὴν τοῦ λείψει τίποτα, στὰ μάτια τὸν κοιτοῦσε,
τραπέζι νὰ τοῦ στρώνει καὶ οὖζο καὶ μεζέ,
σταυρόλεξο νὰ λύνει μὲ φοῦμο καὶ καφέ.

Τὸ καλοκαίρι στὴν αὐλή τοῦ βγάζε τὸ ντιβάνι,
καὶ συντροφιά του ἔκανε μέχρι νὰ κοιμηθεῖ,
τὰ μεσημέρια ἤθελε νὰ κάνουμε ὅλοι νάνι,
διότι τὰ παιχνίδια μας ξυπνάγανε τὸν Γιάννη.

Πήγαιναν ἐκδρομὲς συχνὰ σὲ μοναστήρια,
παίρνανε κι ἐμᾶς μαζὶ καμιὰ φορά,
χορεύουν, τραγουδᾶνε, ἀνάβουνε καντήλια,
φωνάζουν «ἔξω φτώχεια καὶ καλὴ καρδιά».

Μάλωνε μὲ τὴ μάνα μας, ὄχι πολὺ συχνά,
τὸ δίκιο της ζητοῦσε πάντα στὰ κρυφά,
καὶ ἔλεγε τὰ δικά της τὰ ὄμορφα ρητά,
ὅτι ὁ καλὸς ὁ μύλος ἀλέθει τὰ σκληρά.

Τὴν κοινωνία πρόσεχε τὸ τί αὐτὴ θὰ πεῖ,
κι ὅλο μᾶς συμβούλευε σέβας κι ὑποταγή,
ἀκοῦμε μεγαλύτερους, νὰ βάζουμε μυαλό,
νὰ μὴν παρασυρόμεθα στὸν δρόμον τὸν κακόν.

Μέχρι βαθιὰ γεράματα διαύγεια παιδιοῦ,
ἄνοια καὶ Ἀλτσχάϊμερ ἤτανε ἀλλοῦ,
μόνο στὰ 96 της μπερδεύτηκε μία φορά,
«ποτὲ δὲν εἶπα ψέματα κι ἂς εἶμαι 87».

Σχολεῖο δὲν τὴν ἄφησε ὁ παπποῦς νὰ τελειώσει,
παράπονο μεγάλο μᾶς ἔλεγε πὼς τὸ χεῖ,
πατέρας ἄλλης ἐποχῆς, ἂν ὅταν εἶχε κόρη,
νὰ τὴν παντρέψει ἤθελε παρθένα μὲ τὸ ζόρι.

Δὲν πᾶν κορίτσια στὸ σχολειὸ γιατί παραστρατοῦνε
μὸν κάθονται στὸ σπίτι τους γιὰ νὰ ὑπηρετοῦνε,
νὰ μάθουνε νὰ φέρονται στοὺς ἄντρες τους σωστά,
καὶ ὄχι σαχλαμάρες καὶ φεμινιστικά.

Ἔτσι ἦταν ὁ παπποῦς μας στὰ χρόνια τὰ παλιά,
τὸν ἔλεγαν Δημήτριο καὶ πούλαγε αὐγά,
τοὺς πάντες καταπίεζε κορίτσια καὶ παιδιά,
εἶχε καὶ δυὸ γαϊδούρια, κτῆμα καὶ μετρητά.

Αὐτὴ ἤτανε ποὺ λέτε ἡ θεία Ἀντιγόνη,
ἐμένα ἔτσι μοῦ φάνηκε στὸ πάνω τὸ μπαλκόνι,
καὶ πάντα στὴν ψυχή μας ἀνάμνηση σωστή,
ἡ θεία μας ἡ Ἀντιγόνη ἡ θεία μας ἡ καλή.

Δημήτριος Ε. Μούρμουρας