Loading...

 

ΤΑ ΕΡΩ ΤΩΝ ΑΡΡΗΤΩΝ
Η ΜΑΝΑ ΜΑΣ Η ΚΥΡΑ ΒΑΓΓΕΛΙΩ

Ἡ μάνα μας ἡ κυρὰ Βαγγελιώ

Ἡ μάνα μας ἡ κυρὰ Βαγγελιώ,
πρὶν ἀπὸ κάτι χρόνια μᾶς ἄφησε καινό,
πάντα τηνε θυμόμαστε γιατί ἤτανε αὐτή,
ποὺ δὲν ὑπῆρχε κάτι ποὺ νὰ μὴν τὸ μπορεῖ.

Ἕξι χρονῶν ξεκίνησε νὰ ὑφαίνει ἀργαλειό,
εἶχε καὶ ἕξι ἀδελφὲς τρεῖς πιὸ μεγάλες
καὶ τρεῖς καὶ πιὸ μικρές
Δέσποινα, Θάλεια, Σοφία, Καίτη Τιτίνα Ἀμαλία.

Ὅσα μποροῦσε κι ἔκανε ἡ μάνα μας αὐτή,
τόσα ἡ φαντασία μας δὲν εἶναι ἱκανὴ,
θὰ προσπαθήσω κάπως ἐτοῦτα νὰ τὰ πῶ,
τί ἔκανε, τί ἔφτιαχνε, τί εἶχε στὸ μυαλό.

Ἀπὸ τὶς κότες ποὺ ἔσφαζε,
στὸν ἀργαλειὸ ποὺ ὕφαινε,
στὴ μηχανὴ ποὺ ἔραβε,
καὶ στὸ ψωμὶ ποὺ ζύμωνε,
ἀρχίζει ὁ κατάλογος αὐτός.

Στοῦ Παπαμπόμπου πήγαινε τὸν μύλο τὸν γνωστό,
ἀλεύρι ναβρει ἐκλεκτὸ γιὰ νὰ ζυμώσει,
καὶ τρώγαμε ὅλοι μαζὶ ἀπ' τὸ καρβέλι,
ἀφρᾶτο, φρέσκο, ζυμωτὸ καὶ τηγανόψωμα μὲ μέλι.

Ἀποβραδὶς προζύμι ἔπιανε καὶ ξύπναγε νωρίς,
γιατί μετὰ τὸ ζύμωμα ἤμασταν κι ἐμεῖς,
πλύσιμο, χτένισμα καὶ ντύσιμο καὶ γάλα,
νὰ πᾶμε στὸ σχολεῖο σὰν τὰ παιδιὰ τὰ ἄλλα.

Οἰκόσιτα πολλὰ στὸ ἀχούρι τοῦ παπποῦ
Τὰ φρόντιζε τὰ τάϊζε καὶ τὰ ἔσφαζε μετά,
ἐμεῖς κοιτάγαμε ἀλλοῦ, κι αὐγὰ ρουφάγαμε ὠμά,
τὰ ἔγδερνε τὰ ἔψηνε καὶ τρώγαμε καλά.

Ἄρμεγε καὶ κατσίκα μία κάποια ἐποχή
τὸ κατσικίσιο γάλα εἶναι πιὸ ὑγιεινό,
γιαούρτι φτιάχνει πλούσιο καὶ εἶναι πιὸ πηχτό,
μᾶς ἔλεγε ἡ μάνα μας ἡ κυρὰ Βαγγελιώ.

Μανούλα στὰ ἠλεκτρικά,
πρῖζες κατσαβίδια λαμπτῆρες καὶ λοιπά,
ὅλα τὰ χειριζόταν πολὺ προσεκτικά,
Καὶ τὶς ἀσφάλειες ἔφτιαχνε σὲ ὅλη τὴ γειτονιά.

Στὸ πλέξιμο στὸ κέντημα μὰ καὶ στὸ βελονάκι
ἔφτιαχνε ἔργα τέχνης χωρὶς νὰ ζοριστεῖ,
πατρόν, μεζούρα, σίδερο καὶ λίγο γαϊτανάκι,
ἦταν μοδίστρα ἄριστη μὲ «Singer» μηχανή.

Μᾶς μάθαινε νὰ φτιάχνουμε γιαούρτι στραγγιστό,
σαπούνι ἀπὸ ἐλαιόλαδο, κουκούτσια γιὰ ποτό,
γλυκὰ ταψιοῦ καὶ κουταλιοῦ,
καὶ τὸ προζύμι τοῦ ψωμιοῦ ἄν εἶναι δυνατόν.

Μᾶς ἔδειξε τὴν τέχνη μὰ καὶ τὴν τεχνική,
στημόνι καὶ σαΐτα γιὰ τὸν ἀργαλειό,
τὸ χτένι πῶς χτυπᾶμε γιὰ κάθε ὑφαντό,
καὶ στὴ βελόνα τὴν κλωστὴ εὔκολα νὰ περνᾶμε.

Τὰ εἴδη τοῦ πλεξίματος, κάλτσα καὶ στριφτό,
καὶ ὅτι ἀπαραίτητο γιὰ τὸ νοικοκυριό
πῶς φτιάχνουμε χυλοπίτες ἀλλὰ καὶ τραχανᾶ,
δὲν ἤθελε νὰ κάθεται μετὰ ἀπὸ τὶς ἑπτά.

Ἡ μάνα μας ἡ κυρὰ Βαγγελιώ,
ποὺ στὸ μαγείρεμα ἦταν ἀετός,
ὅλα τὰ φαγητὰ ἀπὸ τὸ χέρι της θὰ εἴχανε περάσει,
καὶ δὲν ὑπῆρξε συνταγὴ νὰ μὴν τὴ δοκιμάσει.

Ἦταν καὶ μάστορας πρώτης γραμμῆς,
ὅτι στὸ σπίτι χάλαγε μποροῦσε νὰ τὸ φτιάξει,
ἀπὸ τὰ τζαμιὰ ποὺ ἄλλαζε μέχρι κι ὑδραυλικά,
βρῦσες σωλῆνες ἔφτιαχνε, καὶ τὰ ἠλεκτρικά.

Εἶχε νὰ ξεματιάσει καὶ ὅλη τὴ γειτονιά
καὶ τὸ ἄλογο μουρτουκαλη ὄντας σὲ πανικό,
τοὺς ἔλεγε καὶ τὸν καφὲ καὶ γέλαγε σὲ μᾶς,
κι ἔλεγε τοὺς κορόϊδευα τὰ ἤξερα αὐτά.

Καὶ νοσοκόμα πρώτη καὶ στὰ ἰατρικὰ,
βεντοῦζες τρία εἴδη ἡ μιὰ οἱ τραβηχτές,
ἁπλὲς ἤτανε οἱ ἄλλες ἀκόμα καὶ κοφτές,
καὶ ἐνέσεις στὰ ψαχνὰ χωρὶς τὶς συνταγές

Στὸ πιάσιμο τοῦ αὐχένα εἶχε μία τεχνικὴ,
ποὺ μόνο αὐτὴ τὴν ἤξερε, πατέντα μυστική,
ἔστριβε τὸ κεφάλι κανα δυό - τρεῖς φορές,
στὸ τέλος ἕνα κόλπο καὶ πὰν' οἱ συμφορές.

Πρώτη καὶ στὰ ἐκκλησιαστικά,
λιβάνι, σταυρολάλουδα νὰ φτιάχνει νὰ πουλᾶ,
ἐκκλησίες, μοναστήρια, παπᾶδες καὶ πιστούς,
τοὺς ἔκανε ὅλους πελάτες μάλιστα τακτικούς.

Τίποτα δὲν πέταγε, ἀξίζουν τὰ παλιά,
τὶς ἀποθῆκες γέμιζε μ' ὅλα τὰ περιττά
καὶ «σκουληκοῦ» τὴ λέγανε κάποιοι στὴ γειτονιά,
κι ἄλλοι τηνε φωνάζανε «ἡ κυρὰ Βαγγελιώ ἡ νοικοκυρά»

Ὅλη τὴ μέρα τίναζε κουβέρτες καὶ χαλιά,
ταΐζει καὶ τὶς γάτες σκαλίζει τὰ φυτά,
μαζεύει τὰ λεμόνια, κλαδεύει γιασεμί,
αὐγὰ βάφει τὸ Πάσχα καὶ κάνει σὰν τρελή.

Πέντε δουλειὲς ταυτόχρονα θὰ ἔχει χειριστεῖ,
μαγείρεμα, σφουγγάρισμα, πλύσιμο, καὶ μυστρί,
καὶ τὴ γιαγιὰ τὴ μάνα της ἐφρόντιζε σωστά,
ποὺ εἶχε πολὺ γεράσει στὰ ἐνενῆντα ἑπτά.

Καὶ παρατσούκλια κόλλαγε σὲ ὅποιον δέν συμπαθεῖ,
κι εἶχε ψηλά τον πῆχυ στὴν ἀνθοκομική,
γαρύφαλλα, γαρδένιες, μπιγκόνιες, γιασεμί,
τὰ φρόντιζε μὲ πάθος καὶ μὲ πολλὴ ὁρμή.

Ἂν μπογιατζής θὰ ἤτανε, θὰ ἔπαιρνε χρυσό.
ὅλο τὸ σπίτι ἔβαφε μὲ βοῦρτσα καὶ ρολό,
στοκάριζε κουφώματα καὶ τοίχους καὶ λοιπά,
καὶ στὴν αὐλὴ τὶς γλάστρες τὶς ἔβαφε μετά.

Ἡ μάνα μας ἡ κυρὰ Βαγγελιώ,
εἶχε ἕνα μεράκι πολὺ σημαντικό,
ἤθελε ὅσα ἤξερε νὰ μάθουμε καὶ ἐμεῖς,
αὐτὸ μπορεῖ μας ἔλεγε καὶ νὰ τὸ χρειαστεῖς.

Μισοῦσε καὶ ἀγαποῦσε τὸ ἴδιο δυνατά,
ἤθελε τὸ δικό της πάντα νὰ τὸ περνᾶ,
εἴτε μὲ τὸ ἄγριο εἴτε μὲ τὸ καλό,
κι ἂν ἔχανε τὸ δίκιο της γινόταν μακελειό.

Ἀγάπαγε τὸν ἄντρα της τὸν γέρο τὸν σοφό,
νεῦρα καυγᾶδες εἴχανε σχεδὸν κάθε λεπτό,
καθὼς ἡ μάνα ἤτανε τοῦ «πράττειν κάθε τί»
κι αὐτὸς ἦταν ὁ ἄρχοντας τοῦ «εὖ φιλοσοφεῖν».

Αὐτὴ ἤτανε ἡ μάνα μας ἡ κυρὰ Βαγγελιώ.


Η ΜΑΝΑ ΜΑΣ Η ΚΥΡΑ ΒΑΓΓΕΛΙΩ

Δημήτριος Ε. Μούρμουρας