Τι είπε ο Einstein εκτός της Θεωρίας της Σχετικότητος
Αλληλογραφία Einstein - Freud
Η επιστολή του Albert Einstein
Πότσδαμ, 30 Ιουλίου 1932
Αγαπητέ κ. Φρόιντ,
Η πρόταση, η οποία μου έγινε από την Κοινωνία των Εθνών και από το «Διεθνές Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας» των Παρισίων, να επιλέξω κάποιον για μια ανταλλαγή απόψεων σε ένα θέμα της εκλογής μου, μου προσφέρει την ευκαιρία να συζητήσω μαζί σας ένα ερώτημα, το οποίο, υπό τις σημερινές παγκόσμιες συνθήκες, εμφανίζεται από τα πιο επείγοντα που αντιμετωπίζει ο πολιτισμός.
Το ερώτημα είναι: υπάρχει τρόπος να απαλλαγούν οι άνθρωποι από την μοίρα του πολέμου; Είναι πια γνωστό ότι με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει γίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου για τον πολιτισμό. Εν τούτοις, παρά την καλή μου θέληση, όλες οι προσπάθειες δεν έχουν καταλήξει σε τίποτα το συγκεκριμένο.
Έχοντας απαλλαγή από εθνικιστικές προκαταλήψεις, έχω έναν απλό τρόπο αντιμετωπίσεως της εξωτερικής όψεως, δηλαδή της οργανωτικής, του προβλήματος: τα κράτη να δημιουργήσουν ένα νομοθετικό και δικαστικό όργανο, το οποίο να αναλάβει την εξομάλυνση όλων των διαφορών που αναφύονται μεταξύ τους. Σήμερα, όμως στερούμεθα αυτού του υπερεθνικού οργάνου, το οποίο, θα ήταν σε θέση να εκδίδει αδιαφιλονίκητες αποφάσεις και να επιβάλλει δυναμικά την εκτέλεση των αποφάσεών του.
Φθάνω έτσι στο πρώτο μου αξίωμα: Προκειμένου να εξασφαλισθεί η διεθνής ειρήνη, επιβάλλεται όπως κάθε κράτος παραιτηθεί, μέσα σε λογικά όρια, από μερικά των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Αυτός είναι αναμφισβήτητα ο μόνος δρόμος για να φθάσουμε σε παρόμοια ειρήνη.
Το πρώτο Αξίωμα:
Η αποτυχία, παρά τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν την τελευταία δεκαετία προς αυτή την κατεύθυνση, μας πείθει ότι επεμβαίνουν ισχυροί ψυχολογικοί παράγοντες, οι οποίοι παραλύουν κάθε προσπάθεια.
Μερικοί από τους εν λόγω παράγοντες είναι προφανείς. Η δίψα της εξουσίας της κρατούσης τάξεως είναι, σε όλα τα κράτη, αντίθετη προς κάθε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας.
Αυτή η υπέρμετρη επιθυμία πολιτικής εξουσίας συμβαδίζει με τους στόχους εκείνων, οι οποίοι αποβλέπουν μόνο σε οικονομικά πλεονεκτήματα.
Αναφέρομαι, κυρίως, σε αυτή την περιορισμένη, αλλά αποφασιστική ομάδα, η οποία, δραστήρια σε κάθε κράτος και αδιάφορη προς κάθε «κοινωνικό περιορισμό», βλέπει στον πόλεμο, δηλαδή στην κατασκευή και πώληση πυρομαχικών, απλώς και μόνο μια ευκαιρία προωθήσεως των ατομικών της συμφερόντων. Πώς είναι δυνατόν αυτή η μειονότητα να κατορθώνει να υποδουλώνει στην απληστία της την μάζα του λαού, η οποία το μόνο που περιμένει από ένα πόλεμο είναι να υποφέρει και να χάση;
Μια λογική απάντηση θα ήταν ότι η μειονότητα, η οποία εκ περιτροπής κατέχει την εξουσία, εξουσιάζει πριν απ’ όλα το σχολείο και τον Τύπο και, επί πλέον, τις θρησκευτικές οργανώσεις. Αυτό της επιτρέπει να κατευθύνει και να παραπλανά τα αισθήματα της μάζας, καθιστώντας την όργανο της πολιτικής της.
Ωστόσο, και αυτή η απάντηση δεν δίνει μια ολοκληρωμένη εξήγηση και προκαλεί ένα επόμενο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν η μάζα να αφήνεται να εξάπτεται με τα μέσα που αναφέραμε, φθάνοντας στο πάθος και το ολοκαύτωμά της;
Η ευχαρίστηση του μίσους
Στο ερώτημα αυτό υπάρχει μια δυνατή απάντηση: Γιατί στον άνθρωπο είναι έμφυτη η ευχαρίστηση του μίσους και της καταστροφής.
Υπό ομαλές συνθήκες, το πάθος αυτό παραμένει εν υπνώσει και και αφυπνίζεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Είναι εύκολο όμως το πάθος αυτό να μεταβληθεί σε ομαδική ψύχωση. Φθάνουμε έτσι στο τελευταίο ερώτημα: Είναι δυνατόν να καθοδηγηθεί η ψυχολογική ανάπτυξη του ανθρώπου έτσι ώστε να καταστεί ικανός να αντισταθεί στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφής;
Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στις λεγόμενες αμόρφωτες μάζες. Η πείρα αποδεικνύει ότι εκείνη που υποκύπτει πρώτη σε αυτές τις ομαδικές καταστρεπτικές
υποβολές, είναι η λεγόμενη «διανόηση». Γιατί ο διανοούμενος δεν έχει άμεση επαφή με την σκληρή πραγματικότητα, την οποία ζει μέσα από την πιο εύκολη συνοπτική μορφή της: την τυπωμένη σελίδα.
Καταλήγω: Αναφέρθηκα έως τώρα σε πολέμους μεταξύ κρατών, δηλαδή σε διεθνείς πολέμους. Έχω όμως πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι το επιθετικό ένστικτο ενεργεί και υπό άλλες συνθήκες: αναφέρομαι στους εμφυλίους πολέμους π.χ., τους οφειλόμενους κάποτε σε θρησκευτικό φανατισμό και κάποτε, όπως σήμερα σε κοινωνικούς παράγοντες, ή ακόμη στις φυλετικές καταστάσεις μειονοτήτων.
Ξέρω ότι στα βιβλία σας μπορούμε να βρούμε σαφείς ή έμμεσες απαντήσεις σε όλα τα ερωτηματικά αυτού του προβλήματος, που είναι και επείγον και απαράγραπτο. Θα ήταν ωστόσο πάρα πολύ χρήσιμο σε όλους μας, αν μας εκθέσετε το πρόβλημα της παγκοσμίου ειρήνης υπό το φως των τελευταίων ανακαλύψεών σας, γιατί αυτό θα μας δείξει τον δρόμο για νέους και αποτελεσματικούς τρόπους δράσης.
Εγκάρδια δικός σας
ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
Η απάντηση του Sigmund Freud
Βιέννη Σεπτέμβριος 1932
Αγαπητέ κ. Αϊνστάιν
Αρχίζετε με τη σχέση μεταξύ νόμου και δυνάμεως. Μπορώ να αντικαταστήσω τη λέξη «δύναμη» με την πιο σκληρή και ωμή λέξη «βία»; Δίκαιο και βία αποτελούν για μας όρους εκ διαμέτρου αντιθέτους.
Είναι εύκολο να αποδείξουμε ότι το ένα ανεπτύχθη από το άλλο. Και, αν ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να επαληθεύσουμε ότι αυτό ίσχυε ανέκαθεν, η λύση του προβλήματος δεν θα είναι δύσκολη.
Οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων λύονται κατ’ αρχήν με τη χρήση βίας. Αυτό συμβαίνει σε όλο το ζωικό βασίλειο, στο οποίο ανήκει και ο άνθρωπος. Στον άνθρωπο, όμως, θα πρέπει, για την αλήθεια, να προσθέσουμε και τις ιδεολογικές συγκρούσεις οι οποίες , προκειμένου να είναι αποφασιστικές απαιτούν μια άλλη τακτική. Αυτό όμως συνέβη αργότερα, όπως θα δούμε συνέχεια.
Αρχικά, σε μια μικρή ανθρώπινη ομάδα, η μεγαλύτερη μυική δύναμη αποφάσιζε σε ποιόν θα ανήκε κάτι, ή τίνος η θέληση θα επικρατούσε. Σύντομα όμως η μυική δύναμη αντικαταστάθηκε από την χρήση οργάνων: νικούσε όποιος είχε το καλύτερο όπλο, ή το χρησιμοποιούσε με περισσότερη επιτηδειότητα.
Με την εμφάνιση των όπλων, η πνευματική υπεροχή αρχίζει και παίρνει τη θέση της κτηνώδους μυικής δυνάμεως, παρ’ όλο ότι ο τελικός σκοπός του αγώνος παραμένει ο ίδιος: το ένα από τα δύο μέρη υποχρεώνεται να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις του, ή τις αντιῤῥήσεις του.
Αυτό επιτυγχάνεται κατά τρόπο ριζικότερο, όταν η βία εξουδετερώνει οριστικά τον αντίπαλο, δηλαδή τον σκοτώνει. Το σύστημα αυτό έχει δύο πλεονεκτήματα: ότι ο αντίπαλος δεν μπορεί να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες και ότι η τύχη του αποθαῤῥύνει τους άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Καμια φορά, όμως, την απόφαση του φόνου ανατρέπει η σκέψη ότι ο εχθρός μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε υπηρετικά καθήκοντα, εάν τρομοκρατηθεί και του χαριστεί η ζωή.
Στην περίπτωση αυτή η βία περιορίζεται να κάνει υποχείριο της αντί να τον σκοτώσει.
Αλλά ο νικητής θα έχει στο εξής να αντιμετωπίζει την μανία της εκδικήσεως του ηττημένου, ο οποίος θα βρίσκεται σε συνεχή αναμονή.
Το δικαίωμα της αντιθέσεως στη βία
Αυτή, λοιπόν, ήταν αρχικά η κατάσταση: η επικράτηση του ισχυροτέρου, της κτηνώδους βίας, ή της βίας που την στήριζε η ευφυΐα.
Γνωρίζουμε ότι αυτό το καθεστώς μετεβλήθη στην διάρκεια της εξελίξεως, ότι ένας δρόμος οδήγησε από την βία στο δίκαιο, στο νόμο. Ποιος, όμως;
Κατά την γνώμη μου, εκείνος ο δρόμος που περνούσε από την διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη δύναμη του ενός μπορούσε να αντιμετωπισθεί από την ένωση των περισσοτέρων αδυνάτων.
Η ισχύς εν τη ενώσει.
Η βία καταπολεμείται από την συνένωση των πολλών και η δύναμη αυτών που συνενώθηκαν εκπροσωπεί τώρα το δικαίωμα της αντιθέσεως στην βία του ενός.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το δίκαιο είναι η δύναμη μιας κοινότητος. Η οποία παραμένει πάντα βία, έτοιμη να εκδηλωθεί εναντίον εκείνου που της αντιτίθεται, ενεργεί με τα ίδια μέσα, ακολουθεί τους ίδιους σκοπούς.
Στην πραγματικότητα, η μόνη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν θριαμβεύει πια η βία του ενός αλλά η βία της κοινότητος.
Αλλά για να πραγματοποιηθεί αυτό το πέρασμα της βίας στο νέο δίκαιο, πρέπει να εκπληρωθεί μια ψυχολογική προϋπόθεση.
Η ένωση των πολλών θα πρέπει να είναι μόνιμη, σταθερή.
Εάν πραγματοποιηθεί μόνο προς τον σκοπό να καταπολεμηθεί ο προπέτης για να διαλυθεί μετά την ήττα του, δεν επιτυγχάνεται τίποτα.
Ο πρώτος που θα θεωρούσε τον εαυτό του ισχυρότερο, θα φιλοδοξούσε εκ νέου να κυριαρχήσει δια της βίας, και το παιχνίδι θα επαναλαμβανόταν χωρίς τέλος.
Η κοινότητα οφείλει να παραμένει συνεχώς ηνωμένη, να προδιαγράψει τους κανόνες που θα προλαμβάνουν τις ανταρσίες, να διορίσει τα όργανα τα οποία θα αγρυπνούν για την τήρηση των κανόνων, των νόμων, και τα οποία όργανα θα προνοούν για την εκτέλεση των νομίμων πράξεων βίας.
Σε μια παρόμοια κοινότητα συμφερόντων δημιουργούνται μεταξύ των μελών μιας ενωμένης ανθρώπινης ομάδος συναισθηματικοί δεσμοί, κοινά αισθήματα στα οποία στηρίζεται η πραγματική της δύναμη.
Σε τι χρησιμεύουν οι νόμοι
Το πράγμα είναι απλό, σε όσο διάστημα η κοινότητα αποτελείται από ορισμένα άτομα εξ ίσου ισχυρά, οι νόμοι αυτής της «ομάδος» καθορίζουν μέχρι ποιου σημείου θα πρέπει να περιορισθεί η ελευθερία του κάθε ατόμου να χρησιμοποιεί την δύναμη του κατά τρόπο βίαιο, ώστε να καταστήσει δυνατή μια ασφαλής κοινή ζωή.
Ένα όμως παρόμοιο ειρηνικό καθεστώς είναι νοητό μόνο θεωρητικά Γιατί στην πραγματικότητα, οι περιστάσεις περιπλέκονται, για τον λόγο ότι η κοινότητα, ευθύς εξ αρχής, περιλαμβάνει εξ ίσου δυναμικά, άνδρες και γυναίκες, γονείς και παιδιά, και σύντομα, συνεπεία του πολέμου και των καθυποτάξεων, νικητές και ηττημένους, οι οποίοι μεταβάλλονται σε κυρίους και σκλάβους.
Το δικαίωμα της κοινότητος καθίσταται τότε έκφραση της σχέσεως άνισων δυνάμεων στο εσωτερικό της, οι νόμοι γίνονται από, και για εκείνους, που διοικούν, οι οποίοι παραχωρούν ελάχιστα δικαιώματα σε αυτούς που καθυπόταξαν.
Από την στιγμή εκείνη υπάρχουν στην κοινότητα δύο πηγές ανησυχίας, αλλά καί
τελειοποιήσεως του νόμου.
Πρώτον, η προσπάθεια του ενός ή του άλλου ατόμου για να υψωθεί υπεράνω των περιορισμών που ισχύουν για όλους, για την επιστροφή συνεπώς από την βασιλεία του νόμου σε εκείνη της βίας και, δεύτερον την συνεχή προσπάθεια των υπηκόων για την απόσπαση περισσότερης εξουσίας και νομιμοποιήσεως αυτών των μεταβολών, δηλαδή από την ισότητα των νόμων για όλους, στην ισότητα των νόμων για μερικούς.
Αυτή η εξελικτική διαδικασία καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική όταν εκδηλώνονται μετατοπίσεις της εξουσίας στο εσωτερικό της κοινότητος, όπως μπορεί να συμβεί λόγω ιστορικών αιτίων.
Το δίκαιον, ο νόμος, μπορεί προσαρμοσθεί βαθμιαίως στις καινούργιες σχέσεις της εξουσίας ή, πράγμα που συμβαίνει συχνότερα, η κυρίαρχη τάξη να μη είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτή την μεταβολή, οπότε φθάνουμε στην εξέγερση, στον εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή σε μια προσωρινή κατάλυση του νόμου και σε νέες εκδηλώσεις βίας, μετά τις οποίες εγκαθιδρύεται μια νέα τάξη δικαίου.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και στους κόλπους μιας κοινότητας δεν αποφεύγεται η βίαια λύση των οικονομικών συγκρούσεων. Αλλά οι ανάγκες και η ταυτότητα των συμφερόντων, που προκύπτουν από την ζωή, ευνοούν μια γρήγορη λύση αυτών των αγώνων, ενώ η πιθανότητα ειρηνικής λύσεως αυτών των καταστάσεων αυξάνει συνεχώς.
Μια ματιά στην ιστορία της ανθρωπότητας, θα μας δείξει μια αδιάκοπη σειρά συγκρούσεων μεταξύ μιας κοινότητος και μιας άλλης, ή μεταξύ πολλών, μεταξύ πόλεων, χωρών, φυλών, λαών, κρατών, οι οποίες γίνονται σχεδόν πάντα δια της προσφυγής στην βία του πολέμου.
Οι πόλεμοι αυτοί καταλήγουν ή σε λεηλασίες ή σε απόλυτη υποταγή του ενός από τον άλλον. Οι κατακτητικοί πόλεμοι δεν μπορούν να κριθούν συνολικά. Μερικοί, όπως των Τούρκων και των Μογγόλων, δεν προκάλεσαν παρά μόνο δυστυχία, ενώ άλλοι αντίθετα, συνετέλεσαν στην μετατροπή της βίας σε νόμο, δημιουργώντας μεγαλύτερες μονάδες, μέσα στις οποίες η δυνατότητα προσφυγής στην βία εξουδετερώνετε, ενώ μια νέα νομοθετική τάξη συμβίβαζε τις διαφορές.
Όπως οι κατακτήσεις των Ρωμαίων έδωσαν στις μεσογειακές χώρες το πολύτιμο
«Πάξ Ρομάνα».
Ο πόλεμος ως μέσον «αιώνιας ειρήνης»
Η απληστία των Γάλλων βασιλέων να επεκτείνουν τα κτήματά τους δημιούργησε μια Γαλλία ηνωμένη, ευημερούσα. Όσο κι’ αν αυτό μπορεί να φανεί παράδοξο, θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν ένα ανάρμοστο μέσον για την εγκαθίδρυση της «αιώνιας» ειρήνης, γιατί επιτρέπει την δημιουργία αυτών των μεγάλων μονάδων μέσα στις οποίες μια ισχυρή κεντρική εξουσία καθιστά αδύνατο τον πόλεμο.
Ωστόσο, δεν το κατορθώνει, γιατί οι επιτυχίες της κατακτήσεως κατά κανόνα δεν διαρκούν.
Για ότι αφορά την εποχή μας οδηγούμενα στο ίδιο συμπέρασμα, στο οποίο καταλάβατε και εσείς από συντομότερο δρόμο. Μία ασφαλής πρόληψη του πολέμου είναι δυνατή μόνο εάν οι άνθρωποι συμφωνήσουν για την σύσταση μιας κεντρικής εξουσίας, στης οποίας την κρίση θα υποβάλλονται όλες οι διαφορές.
Στην πρόταση αυτή περιέχονται δύο διαφορετικές ανάγκες: η δημιουργία ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εξασφάλιση της απαιτούμενης εξουσίας. Η πρώτη χωρίς την δεύτερη δεν θα ωφελούσε σε τίποτα.
Δύο αντίθετες παρορμήσεις
Ας εξετάσουμε τώρα μια άλλη από τις προτάσεις σας.
Απορείτε ότι είναι τόσο εύκολο να παρασυρθούν οι άνθρωποι στον πόλεμο και υποθέτετε ότι μέσα τους υπάρχει πράγματι μια παρόρμηση προς το μίσος και την καταστροφή.
Συμφωνώ μαζί σας απόλυτα.
Πιστεύουμε πράγματι στην ύπαρξη αυτού του ενστίκτου και τα τελευταία χρόνια προσπαθήσαμε να μελετήσουμε τις εκδηλώσεις του.
Θα μου επιτρέψετε να εκθέσω μέρος της θεωρίας των ενστίκτων, στην οποίαν φθάσαμε έπειτα από πολλά λάθη και δισταγμούς.
Εικάζουμε ότι οι παρορμήσεις του ανθρώπου είναι δύο ειδών: αυτές που τείνουν να διαιωνίσουν και να ενώσουν και τις οποίες αποκαλούμε ερωτικές και σεξουαλικές, και εκείνες που τείνουν να καταστρέψουν και να σκοτώσουν.
Τα τελευταία αυτά τα αποκαλούμε «επιθετικά ή καταστρεπτικά ένστικτα».
Και οι δύο αυτές παρορμήσεις είναι εξ ίσου απαραίτητες, γιατί το φαινόμενο της ζωής εξαρτάται από την συμφωνία και την αντίθεσή τους.
Φαίνεται όμως ότι ουδέποτε μια παρόρμηση του ενός τύπου μπορεί να δράση μεμονωμένως. Συνδέεται πάντοτε, ή, όπως λέμε, συμμιγνύεται, με ένα ποσοστό της άλλης, το οποίο ποσοστό τής μεταβάλλει τους σκοπούς, ή, αναλόγως των περιπτώσεων, επιτρέπει έτσι την επίτευξή τους. Έτσι, π. χ., το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως είναι ασφαλώς ερωτικό, χωρίς αυτό να εμποδίζει να προσφεύγει στην επιθετικότητα για να εκπληρώσει τον σκοπό της.
Οι ανθρώπινες πράξεις αποκαλύπτουν και μια επιπλοκή διαφορετικού είδους.
Σπανίως η πράξη είναι έργο ενός μόνο παρορμητικού κινήτρου, το οποίο, εξ άλλου, πρέπει να είναι συνδυασμός έρωτα και επιθετικότητας. Κανονικά, πρέπει να συντρέξουν πολλά παρόμοια κίνητρα για να καταστήσουν δυνατή την δράση.
Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι παρακινούνται στον πόλεμο, μεσολαβεί μέσα τους μια ολόκληρη σειρά από συναίτια κίνητρα, ευγενή και χυδαία.
Τα κίνητρα αυτά δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσουμε. Σε αυτά περιλαμβάνεται πάντα η ικανοποίηση της επιθέσεως και της καταστροφής.
Αναρίθμητες ωμότητες της ιστορίας και της καθημερινής ζωής επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και τη την δύναμή τους.
Η ανάμιξη αυτών των καταστρεπτικών παρορμήσεων με άλλες παρορμήσεις, ερωτικές και ιδεολογικές , διευκόλυνε φυσικά την εκπλήρωσή τους.
Ξεκινώντας από το δόγμα των παρορμήσεων, φθάνουμε σε ένα τύπο για να προσδιορίσουμε τους έμμεσους δρόμους της καταπολεμήσεως του πολέμου.
Εάν η ροπή προς τον πόλεμο είναι προϊόν της καταστρεπτικής παρορμήσεως, τότε θα πρέπει να ανατρέξουμε για να την καταπολεμήσουμε στην ανταγωνιστική της παρόρμηση: στον έρωτα. Ό,τι προκαλεί συναισθηματικούς δεσμούς στους ανθρώπους, θα πρέπει να ενεργή έναντι του πολέμου.
Και τώρα θα ήθελα να συζητήσω ένα πρόβλημα, το οποίο δεν θίγετε στην επιστολή σας, και το οποίον με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Γιατί αγανακτούμε τόσο εναντίον του πολέμου; Γιατί δεν τον βλέπουμε σαν ένα από τους τόσους και αλγεινούς ολέθρους της ζωής;
Ο πόλεμος φαίνεται να ταυτίζεται με την φύση, απόλυτα δικαιολογημένα και στην πραγματικότητα να θεωρείται αναπόφευκτος.
Μη σας προξενεί φρίκη η ερώτηση. Η απάντηση υπάρχει: γιατί κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ζωή του, γιατί ο πόλεμος καταστρέφει ανθρώπινες ζωές, θέτει τα άτομα υπό ατιμωτικές συνθήκες, τα υποχρεώνει , παρά την θέλησή τους, να σκοτώνουν άλλα άτομα, καταστρέφει πολύτιμες υλικές αξίες, προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας και πολλά άλλα.
Επί πλέον ο πόλεμος υπό την σημερινή του μορφή, δεν δίνει καμιά ευκαιρία εκπληρώσεως του παλαιού ηρωικού ιδεώδους, ενώ ο αυριανός πόλεμος λόγω της τελειοποιήσεως των μέσων καταστροφής, θα σημαίνει την εξόντωση του ενός, ή και των δύο, αντιπάλων. Όλα είναι τόσο αληθινά και αδιαφιλονίκητα, που μας εκπλήττει το γεγονός ότι η προσφυγή στον πόλεμο δεν έχει ακόμη καταργηθεί, βάσει μιας γενικής συμφωνίας της ανθρωπότητας.
Από αμνημονεύτων χρόνων, η ανθρωπότητα υποβάλλεται στην διαδικασία του εκπολιτισμού.
Σε αυτό οφείλονται όλα τα δεινά μας.
Τα αίτια είναι σκοτεινά, η έκβαση αβέβαιη.
Ίσως οδηγεί στην εξαφάνιση του ανθρωπίνου είδους, αφ’ ενός γιατί τρέφει τόσες προκαταλήψεις απέναντι στην σεξουαλική λειτουργία, και αφ’ ετέρου γιατί σήμερα πολλαπλασιάζονται δυσανάλογα οι αμόρφωτες μάζες και τα καθυστερημένα στρώματα του πληθυσμού, εν σχέσει με τους μορφωμένους και προοδευμένους.
Ίσως αυτή η διαδικασία να μπορεί να συγκριθεί με την εξημέρωση ορισμένων ζώων, η οποία αναμφίβολα, επιφέρει φυσικές αλλοιώσεις. Δεν έχουμε ακόμη συνηθίσει στην ιδέα ότι η εξέλιξη του πολιτισμού είναι μια παρόμοια οργανική διαδικασία.
Πότε θα γίνουμε όλοι ειρηνιστές;
Από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού, δύο φαίνονται τα πιο σημαντικά: η ενίσχυση της νοήσεως, η οποία αρχίζει να κυριαρχεί των παρορμήσεων και η εσωστρέφεια της επιθετικότητας, με όλα τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους που επακολουθούν.
Όμως ο πόλεμος έρχεται σε πλήρη αντίφαση προς τον ψυχικό μας κόσμο, όπως τον διαμόρφωσε ο πολιτισμός.
Δεν τον ανεχόμαστε πια, δεν πρόκειται μόνο για μια πνευματική άρνηση, για μας τους ειρηνιστές ο πόλεμος είναι αφόρητος εξ ιδιοσυγκρασίας.
Πόσο πρέπει να περιμένουμε ώστε και οι άλλοι να γίνουν ειρηνιστές;
Δεν μπορούμε, να το ξέρουμε,
ίσως όμως να μην αποτελεί μια ουτοπιστική ελπίδα, ότι η επιῤῥοή δύο παραγόντων, ή όλο και πιο πολιτισμένη μας στάση και ο δικαιολογημένος φόβος των συνεπειών ενός ολοκληρωτικού πολέμου, θα τερματίσει τον πόλεμο στο προσεχές μέλλον.
Με ποιο τρόπο, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Στο μεταξύ, όμως, μπορούμε να πούμε:
Όλα όσα συντελούν στην εκπολιτιστική ανάπτυξη, εργάζονται εναντίον του πολέμου.
Σάς χαιρετώ εγκάρδια. Και σας ζητώ συγνώμη αν οι παρατηρήσεις μου σας απογοήτευσαν.
ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΥΝΤ
Albert Einstein and Sigmund Freud, "Why War?" (1932)
Potsdam, 30th July, 1932.
Dear Professor Freud,
The proposal of the League of Nations and its International Institute of Intellectual Co-operation at Paris that I should invite a person, to be chosen by myself, to a frank exchange of views on any problem that I might select affords me a very welcome opportunity of conferring with you upon a question which, as things now are, seems the most insistent of all the problems civilization has to face. This is the problem: Is there any way of delivering humanity from the menace of war? It is common knowledge that, with the advance of modern science, this issue has come to mean a matter of life and death for civilization as we know it; nevertheless, for all the zeal displayed, every attempt at its solution has ended in a lamentable breakdown.
I believe, moreover, that those whose duty it is to tackle the problem professionally and practically are growing only too aware of their impotence to deal with it, and have now a very lively desire to learn the views of men who, absorbed in the pursuit of science, can see world problems in the perspective distance lends. As for me, the normal objective of my thought affords no insight into the dark places of human will and feeling. Thus, in the enquiry now proposed, I can do little more than seek to clarify the question at issue and, clearing the ground of the more obvious solutions, enable you to bring the light of your far-reaching knowledge of man’s instinctive life to bear upon the problem. There are certain psychological obstacles whose existence a layman in the mental sciences may dimly surmise, but whose interrelations and vagaries he is incompetent to fathom; you, I am convinced, will be able to suggest educative methods, lying more or less outside the scope of politics, which will eliminate these obstacles.
As one immune from nationalist bias, I personally see a simple way of dealing with the superficial (i.e. administrative) aspect of the problem: the setting up, by international consent, of a legislative and judicial body to settle every conflict arising between nations. Each nation would undertake to abide by the orders issued by this legislative body, to invoke its decision in every dispute, to accept its judgments unreservedly and to carry out every measure the tribunal deems necessary for the execution of its decrees. But here, at the outset, I come up against a difficulty; a tribunal is a human institution which, in proportion as the power at its disposal is inadequate to enforce its verdicts, is all the more prone to suffer these to be deflected by extrajudicial pressure. This is a fact with which we have to reckon; law and might inevitably go hand in hand, and juridical decisions approach more nearly the ideal justice demanded by the community (in whose name and interests these verdicts are pronounced) in so far as the community has effective power to compel respect of its juridical ideal. But at present we are far from possessing any supranational organization competent to render verdicts of incontestable authority and enforce absolute submission to the execution of its verdicts. Thus I am led to my first axiom: the quest of international security involves the unconditional surrender by every nation, in a certain measure, of its liberty of action, its sovereignty that is to say, and it is clear beyond all doubt that no other road can lead to such security.
The ill-success, despite their obvious sincerity, of all the efforts made during the last decade to reach this goal leaves us no room to doubt that strong psychological factors are at work, which paralyze these efforts. Some of these factors are not far to seek. The craving for power which characterizes the governing class in every nation is hostile to any limitation of the national sovereignty. This political power-hunger is wont to batten on the activities of another group, whose aspirations are on purely mercenary, economic lines. I have especially in mind that small but determined group, active in every nation, composed of individuals who, indifferent to social considerations and restraints, regard warfare, the manufacture and sale of arms, simply as an occasion to advance their personal interests and enlarge their personal authority.
But recognition of this obvious fact is merely the first step towards an appreciation of the actual state of affairs. Another question follows hard upon it: How is it possible for this small clique to bend the will of the majority, who stand to lose and suffer by a state of war, to the service of their ambitions? (In speaking of the majority, I do not exclude soldiers of every rank who have chosen war as their profession, in the belief that they are serving to defend the highest interests of their race, and that attack is often the best method of defense.) An obvious answer to this question would seem to be that the minority, the ruling class at present, has the schools and press, usually the Church as well, under its thumb. This enables it to organize and sway the emotions of the masses, and make its tool of them.
Yet even this answer does not provide a complete solution. Another question arises from it: How is it these devices succeed so well in rousing people to such wild enthusiasm, even to sacrifice their lives? Only one answer is possible. Because people have within them a lust for hatred and destruction. In normal times this passion exists in a latent state, it emerges only in unusual circumstances; but it is a comparatively easy task to call it into play and raise it to the power of a collective psychosis. Here lies, perhaps, the crux of all the complex of factors we are considering, an enigma that only the expert in the lore of human instincts can resolve.
And so we come to our last question. Is it possible to control human mental evolution so that people can resist the psychoses of hate and destructiveness? Here I am thinking by no means only of the so-called uncultured masses. Experience proves that it is rather the so-called “intelligentsia” that is most apt to yield to these disastrous collective suggestions, since the intellectual has no direct contact with life in the raw, but encounters it in its easiest, synthetic form—upon the printed page.
To conclude: I have so far been speaking only of wars between nations; what are known as international conflicts. But I am well aware that the aggressive instinct operates under other forms and in other circumstances. (I am thinking of civil wars, for instance, due in earlier days to religious zeal, but nowadays to social factors; or, again, the persecution of racial minorities.) But my insistence on what is the most typical, most cruel and extravagant form of conflict between man and man was deliberate, for here we have the best occasion of discovering ways and means to render all armed conflicts impossible.
I know that in your writings we may find answers, explicit or implied, to all the issues of this urgent and absorbing problem. But it would be of the greatest service to us all were you to present the problem of world peace in the light of your most recent discoveries, for such a presentation well might blaze the trail for new and fruitful modes of action.
Yours very sincerely, A. Einstein.
Vienna, September, 1932
Dear Professor Einstein,
When I learned of your intention to invite me to a mutual exchange of views upon a subject which not only interested you personally but seemed deserving, too, of public interest, I cordially assented. I expected you to choose a problem lying on the borderland of the knowable, as it stands today, a theme which each of us, physicist and psychologist, might approach from his own angle, to meet at last on common ground, though setting out from different premises. Thus the question which you put me—what is to be done to rid mankind of the war-menace?—took me by surprise. And, next, I was dumbfounded by the thought of my (of our, I almost wrote) incompetence; for this struck me as being a matter of practical politics, the statesman’s proper study. But then I realized that you did not raise the question in your capacity as scientist or physicist, but as a lover of his fellow men, who responded to the call of the League of Nations much as Fridtjof Nansen, the Polar explorer, took on himself the task of succouring homeless and starving victims of the World War. And, next, I reminded myself that I was not being called on to formulate practical proposals, but, rather, to explain how this question of preventing wars strikes a psychologist.
But here, too, you have stated the gist of the matter in your letter—and taken the wind out of my sails! Still, I will gladly follow in your wake and content myself with endorsing your conclusions, which, however, I propose to amplify to the best of my knowledge or surmise.
You begin with the relations between Might and Right, and this is assuredly the proper starting-point for our enquiry. But, for the term “might,” I would substitute a tougher and more telling word: “violence.” In right and violence we have today an obvious antinomy. It is easy to prove that one has evolved from the other and, when we go back to origins and examine primitive conditions, the solution of the problem follows easily enough. I must crave your indulgence if in what follows I speak of well-known, admitted facts as though they were new data; the context necessitates this method.
Conflicts of interest between people are resolved, in principle, by recourse to violence. It is the same in the animal kingdom, from which humanity cannot claim exclusion; nevertheless people are also prone to conflicts of opinion, touching, on occasion, the loftiest peaks of abstract thought, which seem to call for settlement by quite another method. This refinement is, however, a late development. To start with, brute force was the factor which, in small communities, decided points of ownership and the question of whose will was to prevail. Very soon physical force was implemented, then replaced, by the use of various adjuncts; he proved the victor whose weapon was the better, or handled the more skilfully. Now, for the first time, with the coming of weapons, superior brains began to oust brute force, but the object of the conflict remained the same: one party was to be constrained, by injury or impairment of strength, to retract a claim or a refusal. This end is most effectively gained when the opponent is definitively put out of action—in other words, is killed. This procedure has two advantages; the enemy cannot renew hostilities, and, secondly, this fate deters others from following the example. Moreover, the slaughter of a foe gratifies an instinctive craving—a point to which we shall revert hereafter. However, another consideration may be set off against this will to kill: the possibility of using enemies for servile tasks if their spirits be broken and their lives spared. Here violence finds an outlet not in slaughter but in subjugation. Hence springs the practice of showing mercy; but the victor, having from now on to reckon with the craving for revenge that rankles in the victim, forfeits some personal security.
Thus, under primitive conditions, it is superior force—brute violence, or violence backed by arms—that lords it everywhere. We know that in the course of evolution this state of things was modified, a path was traced that led away from violence to law. But what was this path? Surely it issued from a single verity; that the superiority of one strong man can be overborne by an alliance of many weaklings, that l’union fait la force. Brute force is overcome by union, the allied might of scattered units makes good its right against the isolated giant. Thus we may define “right” (i.e. law) as the might of a community. Yet it, too, is nothing else than violence, quick to attack whatever individual stands in its path, and it employs the self-same methods, follows like ends, with but one difference; it is the communal, not individual, violence that has its way. But, for the transition from crude violence to the reign of law, a certain psychological condition must first obtain. The union of the majority must be stable and enduring. If its sole raison d’être be to fight some powerful individual, after whose downfall it would be dissolved, it leads to nothing. Someone else trusting to superior power, will seek to reinstate the rule of violence and the cycle will repeat itself unendingly. Thus, the union of the people must be permanent and well organized; it must enact rules to meet the risk of possible revolts; must set up machinery ensuring that its rules—the laws—are observed and that such acts of violence as the laws demand are duly carried out. This recognition of a community of interests engenders among the members of the group a sentiment of unity and fraternal solidarity which constitutes its real strength.
So far I have set out what seems to me the kernel of the matter: the suppression of brute force by the transfer of power to a larger combination, founded on the community of sentiments linking up its members. All the rest is mere tautology and glosses. Now the position is simple enough so long as the community consists of a number of equally strong individuals. The laws of such a group can determine to what extent the individual must forfeit personal freedom, the right of using personal force as an instrument of violence, to ensure the safety of the group. But such a combination is only theoretically possible; in practice the situation is always complicated by the fact that, from the outset, the group includes elements of unequal power, men and women, elders and children, and, very soon, as a result of war and conquest, victors and the vanquished—i.e. masters and slaves—as well. From this time on the common law takes notice of these inequalities of power, laws are made by and for the rulers, giving the servile classes fewer rights. Thenceforward there exist within the state two factors making for legal instability, but legislative evolution, too: first, the attempts by members of the ruling class to set themselves above the law’s restrictions and, secondly, the constant struggle of the ruled to extend their rights and see each gain embodied in the code, replacing legal disabilities by equal laws for all. The second of these tendencies will be particularly marked when there takes place a positive mutation of the balance of power within the community, the frequent outcome of certain historical conditions. In such cases the laws may gradually be adjusted to the changed conditions or (as more usually ensues) the ruling class is loath to reckon with the new developments, the result being insurrections and civil wars, a period when law is in abeyance and force once more the arbiter, followed by a new regime of law. There is another factor of constitutional change, which operates in a wholly pacific manner, viz: the cultural evolution of the mass of the community; this factor, however, is of a different order and can only be dealt with later.
Thus we see that, even within the group itself, the exercise of violence cannot be avoided when conflicting interests are at stake. But the common needs and habits of men who live in fellowship under the same “sky” favor a speedy issue of such conflicts and, this being so, the possibilities of peaceful solutions make steady progress. Yet the most casual glance at world history will show an unending series of conflicts between one community and another or a group of others, between larger and smaller units, between cities, countries, races, tribes and kingdoms, almost all of which were settled by the ordeal of war. Such wars end either in pillage or in conquest and its fruits, the downfall of the loser. No single all-embracing judgment can be passed on these wars of aggrandizement. Some, like the war between the Mongols and the Turks, have led to unmitigated misery; others, however, have furthered the transition from violence to law, since they brought larger units into being, within whose limits a recourse to violence was banned and a new regime determined all disputes. Thus the Roman conquests brought that boon, the pax romana, to the Mediterranean lands. The French kings’ lust for aggrandizement created a new France, flourishing in peace and unity. Paradoxical as it sounds, we must admit that warfare well might serve to pave the way to that unbroken peace we so desire, for it is war that brings vast empires into being, within whose frontiers all warfare is proscribed by a strong central power. In practice, however, this end is not attained, for as a rule the fruits of victory are but short-lived, the new-created unit falls asunder once again, generally because there can be no true cohesion between the parts that violence has welded. Hitherto, moreover, such conquests have only led to aggregations which, for all their magnitude, had limits, and disputes between these units could be resolved only by recourse to arms. For humanity at large the sole result of all these military enterprises was that, instead of frequent not to say incessant little wars, they had now to face great wars which, for all they came less often, were so much the more destructive.
Regarding the world of today the same conclusion holds good, and you, too, have reached it, though by a shorter path. There is but one sure way of ending war and that is the establishment, by common consent, of a central control which shall have the last word in every conflict of interests. For this, two things are needed: first, the creation of such a supreme court of judicature; secondly, its investment with adequate executive force. Unless this second requirement be fulfilled, the first is unavailing. Obviously the League of Nations, acting as a Supreme Court, fulfils the first condition; it does not fulfil the second. It has no force at its disposal and can only get it if the members of the new body, its constituent nations, furnish it. And, as things are, this is a forlorn hope. Still we should be taking a very short-sighted view of the League of Nations were we to ignore the fact that here is an experiment the like of which has rarely—never before, perhaps, on such a scale—been attempted in the course of history. It is an attempt to acquire the authority (in other words, coercive influence), which hitherto reposed exclusively on the possession of power, by calling into play certain idealistic attitudes of mind. We have seen that there are two factors of cohesion in a community: violent compulsion and ties of sentiment (“identifications,” in technical parlance) between the members of the group. If one of these factors becomes inoperative, the other may still suffice to hold the group together. Obviously such notions as these can only be significant when they are the expression of a deeply rooted sense of unity, shared by all. It is necessary, therefore, to gauge the efficacy of such sentiments. History tells us that, on occasion, they have been effective. For example, the Panhellenic conception, the Greeks’ awareness of superiority over their barbarian neighbors, which found expression in the Amphictyonies, the Oracles and Games, was strong enough to humanize the methods of warfare as between Greeks, though inevitably it failed to prevent conflicts between different elements of the Hellenic race or even to deter a city or group of cities from joining forces with their racial foe, the Persians, for the defeat of a rival. The solidarity of Christendom in the Renaissance age was no more effective, despite its vast authority, in hindering Christian nations, large and small alike, from calling in the Sultan to their aid. And, in our times, we look in vain for some such unifying notion whose authority would be unquestioned. It is all too clear that the nationalistic ideas, paramount today in every country, operate in quite a contrary direction. There are some who hold that the Bolshevik conceptions may make an end of war, but, as things are, that goal lies very far away and, perhaps, could only be attained after a spell of brutal internecine warfare. Thus it would seem that any effort to replace brute force by the might of an ideal is, under present conditions, doomed to fail. Our logic is at fault if we ignore the fact that right is founded on brute force and even today needs violence to maintain it.
I now can comment on another of your statements. You are amazed that it is so easy to infect men with the war-fever, and you surmise that man has in him an active instinct for hatred and destruction, amenable to such stimulations. I entirely agree with you. I believe in the existence of this instinct and have been recently at pains to study its manifestations. In this connection may I set out a fragment of that knowledge of the instincts, which we psychoanalysts, after so many tentative essays and gropings in the dark, have compassed? We assume that human instincts are of two kinds: those that conserve and unify, which we call “erotic” (in the meaning Plato gives to Eros in his Symposium), or else “sexual” (explicitly extending the popular connotation of “sex”); and, secondly, the instincts to destroy and kill, which we assimilate as the aggressive or destructive instincts. These are, as you perceive, the well-known opposites, Love and Hate, transformed into theoretical entities; they are, perhaps, another aspect of those eternal polarities, attraction and repulsion, which fall within your province. But we must be wary of passing overhastily to the notions of good and evil. Each of these instincts is every bit as indispensable as its opposite and all the phenomena of life derive from their activity, whether they work in concert or in opposition. It seems that an instinct of either category can operate but rarely in isolation; it is always blended (“alloyed,” as we say) with a certain dosage of its opposite, which modifies its aim or even, in certain circumstances, is a prime condition of its attainment. Thus the instinct of self-preservation is certainly of an erotic nature, but to gain its ends this very instinct necessitates aggressive action. In the same way the love-instinct, when directed to a specific object, calls for an admixture of the acquisitive instinct if it is to enter into effective possession of that object. It is the difficulty of isolating the two kinds of instinct in their manifestations that has so long prevented us from recognizing them.
If you will travel with me a little further on this road, you will find that human affairs are complicated in yet another way. Only exceptionally does an action follow on the stimulus of a single instinct, which is per se a blend of Eros and destructiveness. As a rule several motives of similar composition concur to bring about the act. This fact was duly noted by a colleague of yours, Professor G. C. Lichtenberg, sometime Professor of Physics at Göttingen; he was perhaps even more eminent as a psychologist than as a physical scientist. He evolved the notion of a “Compasscard of Motives” and wrote: “The efficient motives impelling man to act can be classified like the 32 Winds, and described in the same manner; e.g. Food-Food-Fame or Fame-Fame-Food.” Thus, when a nation is summoned to engage in war, a whole gamut of human motives may respond to this appeal; high and low motives, some openly avowed, others slurred over. The lust for aggression and destruction is certainly included; the innumerable cruelties of history and daily life confirm its prevalence and strength. The stimulation of these destructive impulses by appeals to idealism and the erotic instinct naturally facilitates their release. Musing on the atrocities recorded on history’s page, we feel that the ideal motive has often served as a camouflage for the lust of destruction; sometimes, as with the cruelties of the Inquisition, it seems that, while the ideal motives occupied the foreground of consciousness, they drew their strength from the destructive instincts submerged in the unconscious. Both interpretations are feasible.
You are interested, I know, in the prevention of war, not in our theories, and I keep this fact in mind. Yet I would like to dwell a little longer on this destructive instinct which is seldom given the attention that its importance warrants. With the least of speculative efforts we are led to conclude that this instinct functions in every living being, striving to work its ruin and reduce life to its primal state of inert matter. Indeed it might well be called the “death-instinct”; whereas the erotic instincts vouch for the struggle to live on. The death instinct becomes an impulse to destruction when, with the aid of certain organs, it directs its action outwards, against external objects. The living being, that is to say, defends its own existence by destroying foreign bodies. But, in one of its activities, the death instinct is operative within the living being and we have sought to trace back a number of normal and pathological phenomena to this introversion of the destructive instinct. We have even committed the heresy of explaining the origin of human conscience by some such “turning inward” of the aggressive impulse. Obviously when this internal tendency operates on too large a scale, it is no trivial matter, rather a positively morbid state of things; whereas the diversion of the destructive impulse towards the external world must have beneficial effects. Here is then the biological justification for all those vile, pernicious propensities which we now are combating. We can but own that they are really more akin to nature than this our stand against them, which, in fact, remains to be accounted for.
All this may give you the impression that our theories amount to a species of mythology and a gloomy one at that! But does not every natural science lead ultimately to this—a sort of mythology? Is it otherwise today with your physical science
The upshot of these observations, as bearing on the subject in hand, is that there is no likelihood of our being able to suppress humanity’s aggressive tendencies. In some happy corners of the earth, they say, where nature brings forth abundantly whatever people desire, there flourish races whose lives go gently by, unknowing of aggression or constraint. This I can hardly credit; I would like further details about these happy folk. The Bolsheviks, too, aspire to do away with human aggressiveness by ensuring the satisfaction of material needs and enforcing equality between people. To me this hope seems vain. Meanwhile they busily perfect their armaments, and their hatred of outsiders is not the least of the factors of cohesion amongst themselves. In any case, as you too have observed, complete suppression of aggressive tendencies is not at issue; what we may try is to divert it into a channel other than that of warfare.
From our “mythology” of the instincts we may easily deduce a formula for an indirect method of eliminating war. If the propensity for war be due to the destructive instinct, we have always its counter-agent, Eros, to our hand. All that produces ties of sentiment between man and man must serve us as war’s antidote. These ties are of two kinds. First, such relations as those towards a beloved object, void though they be of sexual intent. The psychoanalyst need feel no compunction in mentioning “love” in this connection; religion uses the same language: Love thy neighbor as thyself. A pious injunction easy to proclaim, but hard to carry out! The other bond of sentiment is by way of identification. All that brings out the significant resemblances between people calls into play this feeling of community, identification, whereon is founded, in large measure, the whole edifice of human society.
In your strictures on the abuse of authority I find another suggestion for an indirect attack on the war-impulse. That people are divided into leaders and the led is but another manifestation of their inborn and irremediable inequality. The second class constitutes the vast majority; they need a high command to make decisions for them, to which decisions they usually bow without demur. In this context we would point out that people should be at greater pains than heretofore to form a superior class of independent thinkers, unamenable to intimidation and fervent in the quest of truth, whose function it would be to guide the masses dependent on their lead. There is no need to point out how little the rule of politicians and the Church’s ban on liberty of thought encourage such a new creation. The ideal conditions would obviously be found in a community where everyone subordinated instinctive life to the dictates of reason. Nothing less than this could bring about so thorough and so durable a union between people, even if this involved the severance of mutual ties of sentiment. But surely such a hope is utterly utopian, as things are. The other indirect methods of preventing war are certainly more feasible, but entail no quick results. They conjure up an ugly picture of mills that grind so slowly that, before the flour is ready, people are dead of hunger.
As you see, little good comes of consulting a theoretician, aloof from worldly contacts, on practical and urgent problems! Better it were to tackle each successive crisis with means that we have ready to our hands. However, I would like to deal with a question which, though it is not mooted in your letter, interests me greatly. Why do we, you and I and many an other, protest so vehemently against war, instead of just accepting it as another of life’s odious importunities? For it seems a natural thing enough, biologically sound and practically unavoidable. I trust you will not be shocked by my raising such a question. For the better conduct of an inquiry it may be well to don a mask of feigned aloofness. The answer to my query may run as follows: because every people has a right over their own lives and war destroys lives that were full of promise; it forces the individual into situations that shame humanity, obliging them to murder fellow human beings against their will; it ravages material amenities, the fruits of human toil, and much besides. Moreover wars, as now conducted, afford no scope for acts of heroism according to the old ideals and, given the high perfection of modern arms, war today would mean the sheer extermination of one of the combatants, if not of both. This is so true, so obvious, that we can but wonder why the conduct of war is not banned by general consent. Doubtless either of the points I have just made is open to debate. It may be asked if the community, in its turn, cannot claim a right over the individual lives of its members. Moreover, all forms of war cannot be indiscriminately condemned; so long as there are nations and empires, each prepared callously to exterminate its rival, all alike must be equipped for war. But we will not dwell on any of these problems; they lie outside the debate to which you have invited me. I pass on to another point, the basis, as it strikes me, of our common hatred of war. It is this: we cannot do otherwise than hate it. Pacifists we are, since our organic nature wills us thus to be. Hence it comes easy to us to find arguments that justify our standpoint.
This point, however, calls for elucidation. Here is the way in which I see it. The cultural development of mankind (some, I know, prefer to call it civilization) has been in progress since immemorial antiquity. To this processus we owe all that is best in our composition, but also much that makes for human suffering. Its origins and causes are obscure, its issue is uncertain, but some of its characteristics are easy to perceive. It well may lead to the extinction of humanity for it impairs the sexual function in more than one respect, and even today the uncivilized races and the backward classes of all nations are multiplying more rapidly than “the cultured elements.” This process may, perhaps, be likened to the effects of domestication on certain animals—it clearly involves physical changes of structure—but the view that cultural development is an “organic” process of this order has not yet become generally familiar. The psychic changes which accompany this process of cultural change are striking, and not to be gainsaid. They consist in the progressive rejection of instinctive ends and a scaling down of instinctive reactions. Sensations which delighted our forefathers have become neutral or unbearable to us; and, if our ethical and aesthetic ideals have undergone a change, the causes of this are “ultimately organic.” On the psychological side two of the most important phenomena of culture are, firstly, a strengthening of the intellect, which tends to master our instinctive life, and, secondly, an introversion of the aggressive impulse, with all its consequent benefits and perils. Now war runs most emphatically counter to the psychic disposition imposed on us by the growth of culture; we are therefore bound to resent war, to find it utterly intolerable. With pacifists like us it is not merely an intellectual and affective repulsion, but a constitutional intolerance, an idiosyncrasy in its most drastic form. And it would seem that the aesthetic ignominies of warfare play almost as large a part in this repugnance as war’s atrocities. How long have we to wait before the remainder of humanity turns pacifist? Impossible to say, and yet perhaps our hope that these two factors—people’s cultural disposition and a well-founded dread of the form that future wars will take—may serve to put an end to war in the near future, is not chimerical. But by what ways or by-ways this will come about, we cannot guess. Meanwhile we may rest on the assurance that whatever makes for cultural development is working also against war.
With kindest regards and, should this exposé prove a disappointment to you, my sincere regrets,
Yours, Sigmund Freud