Ταξίδεψα μαζί σου στ'όνειρό μου
πολλές φορές πριν μάθω την μορφή σου
ακόμα πριν ν'αγγίξω την υφή σου
με πήγαινες πανί στο άλμπουρό μου
Κοντά σου είδα κόσμους μακρινούς
που ήξερα μονάχα απ'τα βιβλία
δεμένος στην στεριά από δειλία
δεν είχα δει ανθρώπους γιορτινούς.
Κι εκεί σ'ένα λιμάνι που δεν ξέρω
τ'όνομά του, στο χάρτη έχει σβήσει,
ήτανε πάντως σ'ένα ξερονήσι
έφτιαξα κάτι που θέλω να στο φέρω.
Ηταν πρωϊ κι ο ήλιος σηκωμένος
έδωσε σύνθημα στους άνεμους να πάψουν
τα κύμματα που θέλαν να με χάψουν
ησύχασαν, κ'έγειρα τότε κουρασμένος.
Κι είδα, όταν ο ύπνος ήρθε και κάθισε σιμά μου
σαν καλός φίλος να μου παρασταθεί
πως κόβω απ'το πανί λίγο ψαθί
να φτιάξω τον μικρό Παρασκευά μου.
Με πράματα βρισκούμενα μονάχα
λίγη κλωστή κάμποση φαντασία
όπως με μάθαν οι κινέζοι στην Ασία
για λίγο έγινα καλλιτέχνης τάχα.
Μ'αντίς το βοηθό του Ροβινσώνα
έφτιαξα εσένα φιγούρα ζωντανή
κι είπα ωραία να μια λύση ικανή
να με ζεσταίνει τα βράδια του χειμώνα
Ζεστά είναι το ψαθί σαν σε τυλίγει
κι ας είνα αδρό σαν χάδι αγκαθινό
με τον καιρό γίνεται λείο ανθρωπινό
αν το προσέχεις και δεν σου φύγει
Οταν μου μίλησες δεν τρόμαξα καθόλου
μόνο σε άκουγα και σε κοιτούσα
άλλοι θα μίλαγαν για έργα του διαβόλου
εγώ χαιρόμουνα που ήσουνα παρούσα
Το βράδι εκείνο το έρημο λιμάνι
ήταν χαρούμενο είχε πανηγύρι
έλαμπε το κρεμασμένο σου φουστάνι
τ'αστέρια πίναμε σ'ένα ποτήρι.
Απ'της χαράς την κούραση γείραμε
κι ο ύπνος με τον ύπνο ήρθε πάλι
μαζί, μας πήρε και τον πήραμε
τυλιγμένοι στο ψάθινό σου σάλι
Ξύπνησα δύο φορές την ίδια ώρα
απ'τη χαρά και την αγγούσα
εκεί ήσουνα μα αμίλητη τώρα
κι ας σου μιλούσα και σε φιλούσα.
Αμίλητη ψάθινη φιγούρα
στα μαλλια μου στάχτες
τα λόγια που καίνε μέσα σου
κλεισμένα στην μορφή σου.
Η φλόγα της ψάθας που καίγεται
ειν’ η φλογα που με καίει
Τώρα σ'ακούω πάλι
σαν από θαύμα ξαναμιλάς
για αναμνήσεις του μέλλοντος
Τώρα ψηλαφείς με χέρια
ντυμένα ψάθινα χειρόκτια
μια ψύχραιμη άποψη.
Τώρα φεύγεις υψιπετώντας
αφήνοντας πίσω σου στάχτες
από ψάθινα συναισθήματα.
Κι εγώ μαθαίνω επί τέλους
το αληθινό σου όνομά
Γαλάτια, και το δικό μου.