Θυμάσαι λοιπόν,
εκείνο το παιδί των εαρινών συμφορών
με το ακαθόριστο σουλούπι και περιεχόμενο
λέω για κείνο που μες το κλουβί
του εγκεφάλου του ζούσε άταφος;
Θυμάσαι;
Ναι εκείνο που βρήκαν το σχήμα του μόνο,
ακουμπισμένο πάνω στο υγρό χώμα
"εις ο απελεύσατο"
μαζί με τον κουρνιαχτό
που σηκώσανε τα ένστικτά του
όταν έδωσαν την διαταγή
"άπωσον".
Θυμάσαι;
Το ίδιο εκείνο αγόρι,
που έβλεπε τις γυναίκες
με το φωτοτυπικό μάτι του,
και αποτύπωνε αισθήματα
με χρωματισμούς συναισθημάτων
σε χιλιάδες κόπιες
κατ'εικόνα και καθ'ομοίωση
των ανύπαρκτων
φροϋδικών αλληγοριών
της οιδιπόδιας τραγωδίας.
Θυμάσαι;
Τις στεναχώριες του κρέμαγε στα τέλια
του λαϊκού μας πενταγράμμου
θυμάμαι ακόμα τα τσιγκέλια
και την ψυχή του κρεμασμένη.
Και την ανελέητη βοήθεια του κόσμου
που τον έπνιγε με άχνη σκόνη.
Στο τέλος ξεκρέμασε τη στεναχώρια του
και τη φόρεσε κατάσαρκα σα φυλαχτό
βουτώντας ξανά στο σκοτάδι της Μήτρας
που μύριζε μπαγιάτικη αμαρτία.
Θυμάμαι.
Εκείνο το παιδί το είδα προχτές
Σαββανωμένο σα δεσπότης καθιστός
βολεμένος μόνιμος
στην αιωνιότητα των αιωνιοτήτων.
Είχα πάει στο Μαυσωλείο του κράτους
για μια ακόμη έβδομη σφραγίδα.
Απαγχονισμένος με γραββάτα της μόδας
καθόταν σε μια κρύπτη,
πίσω από φέρετρο που στόλιζαν
διάφοροι γραφικοί ήλοι
και έγραφε...