ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΗΡΩΑ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

Η Σπηλιά του Λώλου

Βρίσκεται στην άκρη του χωριού μέσα σε μια ρεματιά και χρησιμοποιήθηκε απο τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ως πρώτο κατάλυμα στα παιδικά του χρόνια όταν πρωτοπήγε στη Γράλιστα γύρω στο 1790 και ζούσε σαν αγρίμι. Ήταν περίπου 8 χρονών, ορφανός από πατέρα, ίσως και από μητέρα αφού υπάρχουν ιστορικές πηγές που λένε ότι και η μητέρα του πέθανε νωρίς. Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας, όπου έμενε μαζί με τη μητέρα του. Για να τη βοηθήσει, από μικρό παιδάκι δούλευε ως τσοπάνης σε διάφορους τσελιγκάδες. Ίσως τον κακομεταχειρίστηκαν και κάποια μέρα έπιασε το βουνό. Βρήκε καταφύγιο στη Γράλιστα στη σπηλιά του Λώλου. Εκεί πέρασε κάμποσο καιρό μέχρι να γνωρίσει τα παιδιά του χωριού και να γίνει φίλος τους. Γρήγορα επιβλήθηκε στους νέους του χωριού και έγινε αρχηγός τους. Μεγαλώνοντας σχημάτισε την πρώτη κλέφτικη ομάδα με παληκάρια του χωριού. Ανάμεσά τους ήταν ο Καραμήτρος, που έγινε το πρωτοπαλίκαρό του, ο Γιάννος Πασιαλής, ο Κώστας Παναϊτάκος, ο Γιάννος Αλπούς, Παπαγεωργίου, Γκίκας, Τσέλιος, Βασίλης Λαγός, Αγ. Αγρίμης και πολλά παληκάρια απ' όλα τα γειτονικά χωριά που εντάχθηκαν αργότερα στην ομάδα του Κατσαντώνη.

Η οικία Αηδόνη-Μηνίτσιου

Σ' αυτό το σπίτι που βρίσκεται στη νοτιοδυτική άκρη του χωριού, γύρω στο 1817 είχε καταλύσει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με τα παληκάρια του για να περάσει το Πάσχα και να παραστεί σε μία βάφτιση. Η παρουσία του έγινε αντιληπτή απ' τους Τούρκους και θέλησαν να τον εξοντώσουν. Κοντά στα ξημερώματα δύναμη Τουρκαλβανών (γύρω στους 800 άντρες), περικύκλωσε τη Γράλιστα με σκοπό να συλλάβει τον Καραϊσκάκη και να τον εξοντώσει. Τους Τούρκους αντιλήφθηκε ο παπάς του χωριού Σακελλάριος Βρεττός ενώ πήγαινε να ψάλλει τον όρθρο στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Χωρίς να δώσει στόχο στους εχθρούς επέστρεψε και ειδοποίησε τον Γ.Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης και τα παληκάρια του ξέφυγαν απ' το μπλόκο των Τούρκων με το παρακάτω τέχνασμα: Έδωσε εντολή στα παληκάρια του να πετάξουν τις κάπες τους από τα παράθυρα του σπιτιού για να νομίσουν οι Τούρκοι πως επιχειρούν να φύγουν. Εκείνοι ξεγελάστηκαν πράγματι και άδειασαν τα ντουφέκια τους στις άδειες κάπες. Ώσπου να τα ξεναγεμίσουν ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του βρήκαν τον καιρό και ξέφυγαν ακολουθώντας άλλη κατεύθυνση από εκείνη που περίμεναν οι Τούρκοι. Το ιστορικό αυτό σπίτι φιλοξένησε πολλές φορές τον Καραϊσκάκη.

Από το βιβλίο της Μηλιάς Θεοχάρη "Ελληνόπυργος"

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ
"ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ"

που αφορά την παιδική ηλικία του Καραϊσκάκη στον Ελληνόπυργο (Γράλιστα)
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1956

 

Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ

Σαν τα παραμύθια αρχίζει τούτη η ιστορία. Στο κεφαλοχώρι του Ροδοβιτσιού της Άρτας , Σκουληκαριά ,ζούσε πριν από εκατόν ογδόντα πάνω- κάτω χρόνια μια θεληματικιά κοπέλα, η ζωή Ντιμισκή, αδελφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και ξαδέλφη του καπετάν Γώγου Μπακόλα. Παντρεύτηκε ένα ξενοτοπίτη, τον Γιαννάκη από το Μαυρομάτι Καρδίτσας. Την πήρε νύφη, με τα λαγούτα και τις πίπιζες , και την πήγε στο δικό του χωριό. Μα τούτο το στεφάνωμα στάθηκε άτυχο. Έπειτα από λίγο πέθανε ο άντρας της και την άφησε χήρα, νέα και άτεκνη.
Θες τα λόγια του κόσμου, θες η φτώχεια, θες η συνήθεια, την έκαναν να καλογερέψει και να μπει καντηλανάφτισσα στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη, που γνώριμος ή συγγενής της ήταν ο γέρος ηγούμενος.
Κάτω όμως από το ράσο έβραζε το αίμα της. Η ζωή της γύρευε τα δικαιώματά της που μάταια προσπάθαγε να πνίξει.
Εκεί γύρω στα 1780, κονάκιασε, ως φαίνεται στο μοναστήρι, ο φοβερός Δημήτρης Καραϊσκος, αρματολός του Βάλτου. Λιμπίστικε την ομορφιά της νιας καλογριάς, την έμπλεξε στα δίχτυα του και πλάγιασε μαζί της. Ευλογημένη ώρα! Η Ελλάδα της χρωστάει έναν από τους πιο λαμπρούς ήρωες του εικοσιένα.
Οι μήνες περνούσαν και το γκάστρι πια δεν κρυβόταν. Να γεννήσει στο μοναστήρι ήταν σκάνδαλο και αμαρτία Την πήγανε σε μια σπηλιά, που τώρα τηνε δείχνουν με περηφάνια οι Μαυρωματιώτες, και σ΄ αυτή, όπως τα' αρκούδια έφερε στον κόσμο το παιδί της. Τα' αφαλόκοψε μοναχή της, συγυρίστηκε η ίδια και το φάσκιωσε με κάτι παλιοκούρελα που μπόρεσε να οικονομήσει! Άνοιξε τον κόρφο της κι έφερε τα χείλια του μωρού στη ρόγα του βυζιού της. Του χαμογέλασε. Ήτανε Μάης κι ολούθε γύρω στη σπηλιά ανθοβολούσε ο βράχος.
Μα γρήγορα συννέφιασε το πρόσωπό της, όταν λογάριασε το τιθ' απογίνουν εκείνο κι αυτή. Η πόρτα του μοναστηριού βρισκόταν πια κλειστή για την αμαρτωλή και το μπάσταρδο. Να πάει στους συγγενείς του αντρός της ; Αμ ποιος θα τη δεχόταν, αφού απίστησε στη μνήμη του μακαρίτη; Να γυρίσει πίσω στο χωριό της; Δε θα συναντούσε άλλο τίποτα εξόν από την καταφρόνια των δικών της. Δεν της απόμενε παρά να τα βγάλει πέρα μοναχή της.
Αφού κάθισε η λεχώνα λίγο καιρό στη σπηλιά, όπου της έφερνε τροφή οι γέρος ηγούμενος, παράδωσε το παιδί στη γυναίκα κάποιου Σαρακατσάνη τσέλιγκα, Πουλιάνα τηνε λέγανε, να το βυζάξει κι αυτή πήρε των αμαρτιών της κι έφυγε. Ντυμένη πάντα τα καλογερίστικα, γύριζε από χωριό σε χωριό πουλώντας κεριά, μοσχολίβανο, σταυρούς και θαυματουργό από τα καντήλια της εκκλησίας λάδι, μοναδικό για τον πονόματο.
Ο τόπος όμως μικρός και σιγά- σιγά το μυστικό της γίνηκε βούκινο. Και καθώς ήτανε ναι κι όμορφη, άκουγε λόγια φαρμακωμένα. Μα η Ζωή δεν το 'βαζε κάτω' αποκρινόταν στα πρώτα με μια πιο βαριά ακόμα βρισιά και στ΄ άλλα μ΄ έναν πιο τσουχτερό λόγο. Απ' αυτήνανε λένε πως πήρε ο ΚαραΪσκάκης την άτσαλη γλώσσα που είχε ως το τέλος της ζωής του.
Κι όταν τ΄ ανίδεο παιδί άρχισε να μπουσουλάει κι ύστερα να τραυλίζει, ρώταγαν τους Σαρακατσαναίους τσελιγκάδες που το είχαν;
- Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;
Κι έπαιρναν την απόκριση:
- Ο γιος της καλογριάς.
Αυτό στάθηκε το πρώτο όνομά του. Και Δε λησμονήθηκε ποτέ. Τον ακολούθησε ίσαμε το θάνατο. Κι έπειτα πέρασε στην ιστορία.

ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΤΕ, ΒΡΕ!

ΜΕΓΑΛΩΝΕ το παιδί ανάμεσα στους ξένους, τρώγοντας ξύλο και μπομπότα. Ένα κουρέλι σκέπαζε το κορμί του ό,τι καιρό κι αν έκανε. Τα γυμνά πόδια του συνήθισαν ν΄ αντέχουν στις κοφτερές πέτρες, στις τσουκνίδες την άνοιξη στα ξεράγκαθα το καλοκαίρι, στα χιόνια το χειμώνα. Έμαθε να κάνει βαριά θελήματα πιο πάνω από την ηλικία του. Άμα του δίνανε να βοσκάει τα γίδια, ήταν η χαρά του σκαρφάλωνε στις κακοτοπιές καλύτερα απ' αυτά.

Φτώχια όλα, τα πάντα, και μιζέρια γύρω του, μα η δική του ζωή ήταν πιο άχαρη απ' όλες. Και τούτη τη σκοτεινή εικόνα δεν τη λησμόνησε ποτέ. Γι αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγόραγε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια τράνεψε έλεγε:
-Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο.
Η σκληρή αυτή ζωή τον έκανε πρόωρα να μεστώσει . Αν τσακωνόταν μ' άλλα παιδιά και τους άνοιγε με καμιά πέτρα το κεφάλι, έτρωγε της χρονιάς του κι από πάνω άκου8γε αδιάκοπα, σαν μια κατάρα που Δε μπόραγε να την κρίνει, να τον φωνάζουν μούλο και μπάσταρδο. Αν πάλι τον εχτύπαγαν τα' άλλα παιδιά, ήξερε πως δεν είχε να παραπονεθεί σε κανέναν, γιατί σ' αυτόν θα 'ριχναν το φταίξιμο.
Μα η ζωή Δε μοιάζει με τα όνειρα. Η μάνα του , ως φαίνεται , πέθανε άμα ήταν οχτώ χρονών. Όλα γύρω του γίνηκαν κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί πιότερο από ποτέ και γύρευαν μ' αδιάκοπη δούλεψη να τους πλερώνει το ξεροκόμματο που του δίναν να φάγει. Και τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Παρατάει τους Σαρακατσαναίους, φεύγει από το Μαυρομάτι και τραβάει για τη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), που βρίσκεται ίσαμε πέντε ώρες δρόμο από τη σημερινή Καρδίτσα. Κι εκεί λίγο πιο κάτω απ' το χωριό, στη σπηλιά του Λώλου, στήνει το πρώτο λημέρι του. Είχε τη γη για στρώμα, προσκέφαλο την πέτρα. Τα μόνα άρματά του για να μη πεθάνει από την πείνα, ήταν η σβελτάδα του κι η καπατσοσύνη του. Έκλεβε φρούτα κι άλλοτε άρπαζε καμιά κότα. Τέτοια κακή φήμη απόχτησε τότες, που οι μάνες, σ' αυτά τα μέρη, ακόμα ως χτές λέγανε στους κανακάρηδές τους, άμα τους βλέπανε να αλητεύουν:
-Σαν τον Καραϊσκάκη καταντήσατε, βρέ!


ΣΤΟ ΚΛΑΡΙ

ΑΣ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ στ' ορφανό που αφήσαμε στη σπηλιά του Λώλου στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο) να παλεύει με τους ανθρώπους και τη φύση, για να μην πεθάνει από την πείνα και το κρύο...
Όλες οι μαρτυρίες που έχουμε βεβαιώνουν πως δεν πρέπει να 'ταν πιότερο από δεκαπέντε χρονών παιδί όταν πρωτογίνηκε κλέφτης. Μα την απόφαση να βγει στο κλαρί δεν την πείρε έτσι ξαφνικά...


Τα χωριατόπουλα, που όταν πρωτόφτασε στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο) άγρια τον κυνήγησαν, άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν παρέα μαζί του. Δεν άργησε τούτο τουτο το δοκιμασμένο κιόλας από τη ζωή τολμηρό και πανέξυπνο παιδί να ξεσηκώσει τα μυαλά των συνομηλίκων του. Φτιάσανε μια ψευτοσυμμορία. Άλλοτε έπιαναν τον πετροπόλεμο μ' άλλα χωριατόπουλα κι άλλοτε αράζανε γίδια, τα σούβλιζαν, τα ' ψηναν κι έπειτα το 'ριχναν στο τραγούδι και το χορό, λογαριάζοντας τους εαυτούς τους τρανούς κιόλας κλέφτες. Τούτα όμως τα κατορθώματά τους παράγιναν και τότες άρχισε ο κατατρεγμός. Δεν τους απόμεινε άλλο τίποτα, παρά να οικονομήσουν κανένα παλιοντούφεκο και να βγουν ζορμπάδες. Και σε λίγο τριγύρναγαν αρματωμένοι πια στα βουνά. Μ' αρχηγό τον πιο άξιό τους, τον Καραϊσκάκη, που μόλις χνούδιζε το μάγουλό του, σβάρνιζαν τα Άγραφα με τα θεόρατα βουνά την Καράβα, την Τσουρνάτα, τον Αη-Λιά, με τα νερά, τα έλατα, τα πλατάνια και τους δέντρους που ολονών οι κορυφές σχίζουνε τον ουρανό πάνω από τα δύο χιλιάδες μέτρα. Κι ήτα, όπως είπαμε, τα πιο δύσκολα χρόνια για την κλεφτουριά. Άλλοι κι άλλοι τρανοί αρματολοί και κλέφτες είτε ξεπατώνονταν είτε προσκύναγαν τον Αλή Πασά κι αυτά τα παλιόπαιδα τότες σηκώσανε μπαϊράκι.

Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο Δε θέλ' να προσκυνήσει
ψηλά στην πέτρα κάθονταν, τον ταμπουρά λαλούσε
"εγώ ραγιάς Δε γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω"

Σαν έμαθε ο μπουλούκμπασης (αρχηγός μικρού στρατιωτικού σώματος) πως κάτι καινούργια αγκάθια φυτρώσανε στα βουνά, πήρε κάμποσους τσοανταραίους (επίλεκτους σωματοφύλακες) και τράβηξε κατά τη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), περνώντας απ' την Αγια- Μαρίνα και τον Αη- Θανάση, να ζώσει τα κλεφτόπουλα από παντού, να τα πιάσει ζωντανά και τότες θα βλέπανε πόσες ουρές είχε ο βούρδουλάς του. Τα' αμούστακα παλικάρια, άμα τους είδανε να ροβολάνε κατά κει, πιάνουν μετερίζια στον Αη Θανάση (θέση ταμπούρια), Τους αφήνουν να σιμώσουν ίσαμε λίγες δρασκελιές κι ο Καραϊσκάκης δίνει το πρώτο πολεμικό πρόσταγμα:
- Βαράτε παλικάρια!

Και τότες τι να δεις ; Οι φοβεροί τζοανταράιοι, που περπατάγανε κι έτρεμε η γης, κατρακυλούσανε τα βράχια μαζί με τις χαντζάρες τους και τα καφτάνια τους. Τρεις απόμειναν σκοτωμένοι κι οι άλλοι το βάλανε στα πόδια να γλιτώσουν. Από κείνη τη μέρα τράνεψαν τα παιδαρέλια. Πήρανε όνομα σ' όλα τα γύρω μέρη και στόλισαν τα σελάχια τους με τα' ασημοδουλεμένα άρματα των τούρκων που ξεπάστρεψαν.


Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια (δέυτερη μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγανε να γλεντήσουν και να δειχτούν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες (κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η Τουρκιά και μπλοκάρισε το σπίτι ( του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.

-Πάρτε, λεει στ' άλλα κλεφτόπουλα, ό,τι κάπες είναι κι' άμα ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας.

Όπως το 'πε γίνηκε. Ακούνε οι Τούρκοι ν' ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. ΄Ωσπου να τα ξαναγεμίσουν, χυμάν όξω τα κλεφτόπουλα, ζαρκάδια στα ποδάρια, ροβολάνε τον κατήφορο και γίνουνται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγάει λοιπόν απ' άλλονε δρόμο τα παλλικάρόπουλά του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές...


Σημείωση: Το κείμενο μεταφέρθηκε αυτούσιο από το βιβλίο.


Ο Καραϊσκάκης (1782-1827) και η Γράλιστα (Ελληνόπυργος)
Από το Βιβλίο του Παπαβασίλη Σιούφα ΕΛΛΗΝΟΠΥΡΓΟΣ το χωριό μου σελίδες 45 έως 52
Γύρω στα 1790 παρουσιάζεται στη Γράλιστα μία άλλη σπουδαία (όπως εξελίχθηκε) προσωπικότητα. Ήταν το κατατρεγμένο απ' τη ζωή ορφανοπαίδι, ο γυιός της Καλογριάς, αυτός που επρόκειτο να συμβάλει εντελώς εξαιρετικά στον Αγώνα για την ελευθερία του Έθνους μας και που σαράντα χρόνια αργότερα , ξεψυχώντας στη Ναυαρχίδα του Τσώρτς, θα έλεγε ότι " η περιφρόνηση του θανάτου είναι το ανίκητο όπλο της ελευθερίας", ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Είναι γνωστό πως ο Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1782 σε μια σπηλιά της περιφέρειας Μαυροματίου , που απέχει 200-300 μέτρα από τα σημερινά όρια Γράλιστας -Μαυροματίου, και φαίνεται ότι ορφάνεψε από μάννα 42 όταν ήταν οκτώ χρονών. Γι' αυτό πήγε "χουσμικιάρης" 43 σε σαρακατσανέους. Επειδή όμως τον κακομεταχειρίζονταν και υπέφερε να βγάλει το ψωμί του, τους εγκατέλειψε και κατέφυγε στη Γράλιστα 44 . Για σπίτι βρήκε τη Σπηλιά του Λώλου, που είναι κοντά στο χωριό, απέναντι απ' τη θέση Αγ. Ελευθέριος - κρεβατάκια, και για να ζήσει κατέφυγε στην κλεψιά45.
Στην αρχή στη Γρ΄λιστα τον περιφρόνησαν, αργότερα φαίνεται έκανε φίλους και μ' αυτούς οργάνωσε μια ψευτοσυμμορία. Οι κλεψιές μεγάλωσαν και η φήμη ότι ο Καραϊσκάκης έκλεβε ζώα και έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και έφτασε στ' αυτιά της Τουρκικής εξουσίας. Ίσως μάλιστα να ζητήθηκε η προστασία της. Χωρίς να χάσει καιρό ένα τουρκικό απόσπασμα με ένα μπουλούκμπαση 46 και μερικούς τζοχατζαραίους 47 τράβηξε για τη Γράλιστα. Πέρασε από το δάσος της Αγιάς -Μαρίνας, με σκοπό ναφθάσει στον Αη-θανάση και να κυκλώσει το χωριό για να συλλάβει τον Καραϊσκάκη και τους συντρόφους του, αλλ' ο Καραϊσκάκης τους αντιλήφθηκε και βγήκε πιο μπροστά στον Αη- Θανάση.
Τους αφήκε να σιμώσουν και σαν πλησίασαν ίσα με λίγες δρασκελιές έδωσε το πρώτο πολεμικό του πρόσταγμα: "Βαράτε παλληκάρια" 48.
Τρεις τζοχατζαραίοι σκοτώθηκαν και οι άλλοι τόβαλαν στα πόδια για να γλυτώσουν 49. Κατά τη ντόπια παράδοση ο Καραϊσκάκης ήταν τότε50 18 χρονών.
Μετά τη μάχη μάζεψαν τα ντουφέκια και ότι άλλο είχαν οι σκοτωμένοι Τούρκοι, έκοψαν και τα κεφάλια τους και γύρισαν στο χωριό. Εκεί υποχρέωσαν το μοναδικο γύφτο, δηλ. σιδηρουργό, να "εκδάρει τας κεφαλάς, να γεμίση ταύτας εκ χόρτου και να τας αποστείλει εις τον Πασάν. Ο Δε δυστυχής γύφτος από τον τρόμον παρεφρόνησε" 51. Ο Καραϊσκάκης μετά από τα γεγονότα που αναφέραμε Δε μπορούσε να σταθεί στη Γράλιστα. Ανέβηκε πιο ψηλά στ' 'Αγραφα.
Η παράδοση μας διέσωσε ότι ο Καραϊσκάκης σχημάτισε την πρώτη ομάδα του με νέους από τη Γράλιστα 53. Εκτός του Καραμήτρου, που ήταν και το πρωτοπαλλήκαρό του 54, τον ακολούθησαν ο Ιωάννης3 γώγου Πασιαλής - ο οποίος και σκοτώθηκε σε άγνωστη συμπλοκή 55- Ο Κώστας Παναϊτάκος- που τον πάντρεψε ο Καραϊσκάκης στη Βριστινίτσα (πηγές) της ¨Αρτας._, Ο Γιάννης Αλπούς, που αργότερα πήγε στη ομάδα του Στράτου, όπου έμεινε τρία χρόνια και απ' όπου επέστρεψε στο χωριό, και οι νέοι: Παπαγεωργίου ,Γκίκας, Κουτσιόγκουλος, Λιάπης, Ζάχος, Βασίλ Αργύρης57, Τσέλιος, Βας.Λαγός, Αγ.Αγρίμης και άλλοι άγνωστοι που ξεχάσθηκαν στα βάθη της λησμονιάς. Επίσης τον Καραϊσκάκη ακολουθούσαν και από το Βουνέσι οι:Χρήστος Ψηλομήτρος60, Πλαστήρας, Καφαντάρης, Σανιδάς, και Γιαννακός. Είχε ακόμη έναν από τους Κοκωτούς Αλμυρού που είχε το όνομα Κατσαβριάς 61 και κάποιο άλλο άγνωστο από ποιο μέρος, Καπετάν Πραταράκη.

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
42. Ο Γ. Βλαχογιάννης, στο βιβλίο του Καραϊσκάκης, αναφέρει ότι πατέρας του Καραϊσκάκη ήταν ένας με το όνομα Πλακιάς. Το ίδιο αναφέρει και ο Κ. Στεργιόπουλος στα ηπειρωτικά Χρονικά, έτος Γ', 1928 σελ΄.323. Το ίδιο αναφέρει κατηγορηματικά και η παράδοση στο χωριό.

43. Χουσμεκιάρης = μεροκαματιάρης εργάτης (από το χουσμέτι).

44. Την παραμονή του Καραϊσκάκη στη Γράλιστα αναφέρει και ο Αιανίας, γραμματέας του Καραϊσκάκη ( βλ. Εγκυκλ.λεξικόν Ηλιος σελ 2359).

45.Κατά την παράδοση τις κλεψιές τις έκανε στα γειτονικά χωριά και όχι στη Γράλιστα και όχι στη Γράλιστα π΄ραγμα πολύ λογικό

46.Μπουλούκμπασης = αποσπασματάρχης.

47.Τζοχατζάρης = Χωροφύλακας.

48.Δ. Φωτιάδη. Ο Καραϊσκάκης σελ.24.

49. Γ. Βλαχογιάννη, Καραϊσκάκης σελ.155.

50.Περί τα 1800.

51. Γιάννη Βλαχογιάννη, σελ.155. ¨Έκθεση Περ. Αλεξανδρή, Ανωτάτου δικαστικού, για την παιδική ηλικία του Καραϊσκάκη. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεταιστο βιβλίο του Βλαχογιάννη στις σελ. 155κ.ε. Ο Βλαχογιάννης υπονοεί επίσης ότι ο Περικλής Αλεξανδρής, που ήταν εισαγγελεύς εφετών, ήταν Γραλιστινός και τα καλοκαίρια ανέβαινε κάθε χρόνο στο "αγαπημένο του χωριό" ως το 1940. Όπως, όμως,εγώ ξέρω, ο Περ. Αλεξανδρής δεν ήταν Γραλισστινός αλλά Αργιθεάτης.

52.Τις παραδόσεις μου διηγήθηκαν Γραλιστινοί¨ Ι. Κωτούλας, αντ/γος ε.α. Δ.Χρ. Βο΄ξυρδας, Απ. Αλπούς, Θεοδ. Παπαγεωργίου, Κ.Γ. Αλπούς,Αναστ. Μακρής,Θωμάς Α. τριαντάρης, Άννα Δ. Μακρή,Αχ. Λαγός και ο Σ. Μαστραπάς από το Μορφοβούνι (Βουνέσι).

53.Ι. Κωτούλα, συνταγματάρχου (μετέπειτα στρατηγού): Λόγος εκφωνηθείς κατά την 100ετηρίδα του Καραϊσκάκη στο Μαυρομάτι (1927),0όπου αναφέρεται: "Παιδί 15 ακόμη χρονών μπήκε στο θεόπεμπτο προορισμό του και τα παλληκάρια του, που μάζεψε με τους γνωρίμους του και τα οποία αναγνώρισαν σ' αυτόν την επιβλητική αξία του Καπετάνιου, έκαμε το πρώτον σώμα και διάλεξε το βουνό εκείνο με την περήφανη όψη και το ιστορικόν όνομα Ελληνόπυργος."

54.Ο Σπύρο Μήλιος τον ονόμασε Λιάκο, ίσως προς τιμήν του Θεσσαλού αρματολού Λιάκου. Βλ.και κατ. Σελ. 192.

55. Ο Χαρ. Πασιαλής, Οικονόμος,γράφει στην Εθνικοθρησκευτική Παρακαταθήκη, οπ.π. ότι πνίγηκε ή σκοτώθηκε στη μάχη.

56. Ο Παναϊτάκος έλαβε μέρος στην Πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου Βλ.. και κατ. Σελ.196.

57. Βλ. κατ. Σελ.197.

58. Βλ. κατ. Σελ.198

59.Σκοτώθηκε στη Μακεδονία, άγνωστο πότε.

60. Τον Ψηλομήτρο ο Καραϊσκάκης μετονόμασε Μαστραπά, γιατί μετά από μια κοπιαστική πορεία τον προσέφερε ούζο σε δοχείο που λεγόταν μαστραπάς.

61.Ο Απ. Αλπούς μου διηγήθηκε πως στα 1903 συνάντησε στους Κοκωτούς τον Κατσαβριά σε ηλικία άνω των 100 χρόνων, που τον βεβαίωσε πως ο ίδιος ήταν στη Γράλιστα όταν ο Καραϊσκάκης έκανε το στρατήγημα στο σπίτι του Αηδόνη (του Τσιούτσιου) (φωτ.15). Ο ίδιος μου ανέφερε επίσης ότι οι θέσεις του χωριού που έχουν το ΄ονομα Τζαρ το μνήμα(κοντά στη θέση Δεντράκος) και Σαλή το μνήμα (κοντά στη θέση Πουριά) στην Αγία Μαρίνα πήραν το όνομα από τον Τζαρ Αγά και ένα Τούρκο Σαλή, που σκότωσε ο Καραϊσκάκης.

Ημ/νία
Γεγονός-Μάχη
1782
Γέννηση του Καραϊσκάκη στο Μαυρομάτι Καρδίτσας.
1790
Ο Καραϊσκάκης σε ηλικία 8 ετών μεταβαίνει στη Γράλιστα(Ελληνόπυργο)
1800
Πρώτη μάχη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων σε ηλικία 18 ετών στη θέση πεζούλια του Ελληνοπύργου.
1817
(Η χρονολογία δεν είναι ακριβής ίσως πολύ νωρίτερα) Τρίτη μέρα του πάσχα και ο Καραίσκάκης περικυκλώνεται από τους τούρκους στο σπίτι του Αηδόνι στη Γράλιστα. Καταφέρνει να διαφύγει με ένα τέχνασμα που εφήρμοσε πετώντας τις κάπες από το μπαλκόνι του σπιτιού.
Πριν το 1817
Μάχη και Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων του Μαυροματίου.
8 Ιουνίου 1821
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στο Κομπότι της Άρτας.
15 Ιανουαρίου 1823
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στην Ευρυτανία
28 Ιανουαρίου 1823
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στο βάλτο.
1 Απριλίου 1824
Δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό
15 Μαϊου 1825
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στην Παρνασίδα
2 Ιουλίου 1825
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στο Καρπενήσι.
28 Αυγούστου 1825
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στο Μαχαλά Ξηρομέρου.
28 Σεπτεμβρίου 1825
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στην Αμφιλοχία.
6 Αυγούστου 1826
Μάχη του Χαϊδαρίου. Νίκη του Καραϊσκάκη - Φαβιέρου-Περαιβού.
25 Οκτωβρίου 1826
Μάχη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στη Δόμβραινα.
18 Νοεμβρίου 1826
Μεγάλη νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στην Αράχοβα
28 Δεκεμβρίου 1826
Νίκη του Καραϊσκάκη στο Λιδωρίκι.
3 Φεβρουαρίου 1827
Μάχη Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στο Δίστομο.
4 Μαρτίου 1827
Νίκη του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στο Κερατσίνι.
22 Απριλίου 1827
Θάνατος Γεωργίου Καραϊσκάκη.