Προσωπικὲς Ἱστοσελίδες Δημήτριος Εὐαγγ. Μούρμουρας


Ὁμηρικά Ἔπη Ἀρχική

τελῶ-έω (τέλος), καὶ τελείω, τελοῦμαι

1. (φέρω εις πέρας, εκτελώ, κάμνω, τελειώνω)
2. (εκπληρώ, πραγματοποιώ τον λόγον, υπόσχεσιν, δέησην, ευχήν, επιθυμία) Παρατ. τέλεον καὶ ετέλειον καὶ Ιων. τέλεσκον
Μέλλ. τελέσω καὶ τελέσσω καὶ τελέω
Αόρισ. ἐτέλεσα καὶ ἐτέλεσσα
Παρακ. τετέλεκα
Υπερσ. Μέσος μέλλ. ἐν παθ. σημασία τελοῦμαι,
Παράγωγα με ανά-, δια-, από-, συν-, κλπ
τετελεσμένον, συντετελεσμένον, τα τελούμενα,

Δημήτριος Ε. Μούρμουρας

Copyright©2012 Dimitrios E. Mourmouras
Πηγή Last Update 27 May, 2014