Ἑνικὸς | Πληθυντικός | |
Ονομαστική | οἰωνός | οἰωνοί |
Γενική | οἰωνού |
οἰωνών |
Δοτική | οἰωνί | οἰωνοῖσι |
Αιτιατική | οἰωνό | οἰωνούς |
Κλητική | οἰωνέ | οἰωνοί |
1. μεγάλο σαρκοφάγο πουλί (γύψ, ἀετός κτλ.), ἀντίθ. ὄρνις
2. πουλὶ μαντικὸ καὶ προφητικό (ἐξέταζονταν ἡ πτήση καὶ οἱ κραυγὲς αὐτῶν τῶν πουλιῶν γιὰ τὴν πρόγνωση τοῦ μέλλοντος)
3. προφητεία, μαντεία.
Έτυμ.: Παράγεται ἴσως ἐκ τοῦ οἶος=μόνος, καὶ σημαίνει τὸ μονῆρες πτηνὸ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ συναγελαζόμενα.
[οἰωνοισί, δοτ. πληθ. (Α 5)]