Προσωπικὲς Ἱστοσελίδες Δημήτριος Εὐαγγ. Μούρμουρας
Ὁμηρικά Ἔπη Ἀρχική
μῆνις (η)
δωρ. καὶ αιολ μᾶνις, γεν. μήνιος (Πλάτων Πολιτεία 390 Ε) καὶ μτγν. μήνιδος
μῆνις = διαρκής οργή, θυμός, καὶ εξ αυτού
μηνίω =διαρκώς οργίζομαι, επιμένω εις την οργή μου
Σύνθετα: Θεομηνία
|
Ἑνικὸς |
Πληθυντικός |
Ονομαστική |
ἡ μῆνις |
αἱ μήνιες |
Γενική |
τῆς μήνιος τῆς μήνιδος |
τῶν μηνίων τῶν μηνίδων |
Δοτική |
τῇ μήνιδι |
τοῖς μήνισι(ν) |
Αιτιατική |
τὴν μήνιδα |
τὰς μήνιδας |
Κλητική |
(ᾦ) μῆνι |
(ᾦ) μήνιδες |
Δημήτριος Ε. Μούρμουρας
Copyright©2012 Dimitrios E. Mourmouras
Last Update
27 May, 2014