κύων (ο, η) = σκύλος, σκυλί, σκύλα, αναίσχυντος, άγριος καὶ
φορτικός άνθρωπος, πιστός φύλακας, φώκια, ψάρι
(σκυλόψαρο), ξιφίας, Σείριος (άστρο), άτυχη ζαριά,
κακή ζαριά, χαλινός της πόσθης, αστράγαλος ίππου,
σπασμός, κυνικός φιλόσοφος (λατινικά canis)
ενικός | πληθυντικός | |
ονομαστική | ο, η κύων | κύνες |
γενική | κυνός | κύνων |
δοτική | κυνί | κύνεσσι(ν) |
αιτιατική | κύνα | κύνε |
κλητική | κύων | κύνες |