ἐρίζω | ἔρις παρατατικός ἤριζον, μέλλων ἐρίσω ἀόρ. ἤρισα παρακείμενος ἐρήρισμαι
1. φιλονικῶ, λογομαχῶ πρός τινα, μαλώνω, ἔρχομαι σε λόγια. Ιλ. Α 6, Οδ. Σ 277
2. ανταγωνίζομαι, διαμιλλῶμαι πρός τινα, συναγωνίζομαι. Ιλ. Γ 223, Ι 389, Οδ. Σ 38, Ιλ. Μ 423, Οδ. Ο 225
3. εἶμαι αντάξιος ανταγωνιστής, αντιμετωπίζω ἐπαξίως. Ιλ. Β 555,
4. ἀγωνίζομαι, ἀμιλλῶμαι. Ιλ. Ε 172, Οδ. Δ 80