Το δωμάτιο είναι τελείως σκοτεινό. Το μόνο φως προέρχεται από την οθόνη του υπολογιστή. Θα έπρεπε να σηκωθεί να ανάψει το φως. Να πιει λίγο νερό. Να ξεμουδιάσει. Αλλά μένει εκεί. Μπροστά στην οθόνη. Χτυπώντας ακατάπαυστα τα πλήκτρα. Δε μπορεί πια να δει το πληκτρολόγιο αλλά οι κινήσεις γίνονται ενστικτωδώς. Τα γράμματα γεμίζουν τη σελίδα ακατάπαυστα.
Από κάπου μακρυά ακούγεται ένας θόρυβος. Γυαλλιά που σπάνε. Μια σειρήνα. Ποδοβολητό. Η καγκελόπορτα του σπιτιού ανοίγει. Βήματα. Βήματα στις σκάλες. Βήματα που όλο πλησιάζουν. Είναι σχεδόν έξω από την πόρτα.
Αλλά δε μπορεί να σηκωθεί. Δε μπορεί να αντιδράσει. Δε μπορεί ούτε να φωνάξει. Δε μπορεί καν να σταματήσει να γράφει.
Τα βήματα έχουν σταματήσει έξω από την πόρτα. Δε μπορεί να θυμηθεί αν έχει κλειδώσει. Ακούει μια βαριά ανάσα. Κάποιος στηρίζεται στην πόρτα. Δοκιμάζει το πόμολο.
Δεν έχει κλειδώσει. Δεν έχει κλειδώσει.
Ίσως αν σηκωνόταν τώρα να προλάβαινε να κάνει κάτι. Να φωνάξει βοήθεια. Να καλέσει το 100.
Αλλά δε σηκώνεται. Συνεχίζει να γράφει.
Η πόρτα ανοίγει απαλά. Με ένα μικρό τρίξιμο. Κάποιος έχει μπει μέσα στο σπίτι. Σίγουρα έχει δει τη σκυμμένη φιγούρα που πληκτρολογεί ακατάπαυστα.
Δεν τολμάει να γυρίσει. Δεν τολμά να σταματήσει να γράφει. Τα βήματα πλησιάζουν. Αυτός ο κάποιος είναι ακριβώς πίσω της. Σχεδόν νοιώθει την ανάσα του στο σβέρκο της. Ακούει τους χτύπους της καρδιάς του. Ίσως να είναι κι η δικιά της. Που πλέον χτυπάει δυνατά και γρήγορα.
Συνεχίζει να γράφει. Συνεχίζει να γράφει ενώ αυτός ο κάποιος είναι ακριβώς πίσω της. Κι ίσως προσπαθεί να διαβάσει αυτά που γράφει.
Αυτά που γράφει... Αυτά που γράφει...
Πλέον δεν ξέρει τι άλλο να γράψει. Σίγουρα το τέλος είναι κοντά. Αχ. Ας δώσει ένα τέλος στην αγωνία της. Ας βάλει το μαχαίρι του στο λαιμό της. Ας δώσει ένα τέλος τώρα. ΤΩΡΑ. ΤΩΡΑ. ΤΩΡΑ. ΤΩΡ