Της Νύχτας τα πέπλα ύφαινε η Σιωπή
του Χάους η δευτέρα ψυχοθυγατέρα
ποτέ της δεν εγνώρισε κανονική μητέρα
κι ούτε κανένας μπορούσε να το πεί
αφού η σιωπή βασίλευε απ' άκρη σ' άκρη
κι ούτε να πεί ούτε να δεί ούτε ν'ακούσει
μόνο ψαχτά στ' αχεροποίητο το μαύρο πούσι
κύλαγε στα γαλανά της μάτια ένα δάκρυ
Της Νύχτας τα πέπλα ύφαινε η Σιωπή
κι είχε στιμόνι το λαμπρότερο σκοτάδι
κάτι το άγνωστο και σκοτεινό για υφάδι
που η θύμηση του ακόμα ήτανε νωπή.
Όμηρος ήτανε της Νύχτας η Σιωπή
τα σκοτεινά της πέπλα ιστορούσε
με όνειρα που θα έβλεπε αν μπορούσε
μα ακόμα δεν τολμούσε να τα πεί.
Και μέσα στα κρυφά και τ' αφανέρωτα
γυρίσματα των πέπλων κουρασμένη
έπλεξε όνειρα της νύχτας ξαναμένη
τόσο που γεννήσαν αξημέρωτα
τον Έρωτα.
Έβαλε η Νύχτα τα πέπλα της Σιωπής
μα που καθρέφτης για να καμαρώσει
με τ' ακροδάχτυλα χαϊδεύεται αβλεπής
κάτι το πρωτογνώριστο θα νοιώσει
στου πέπλου τις πτυχές σγουρό μαλλί
πιό κάτω κάτι να χτυπάει ρυθμικά
κι ύστερα κάτι που μοιάζει με θηλή
μια ζεστή αίστηση ανατριχιαστικά
εισβάλλει στο σκοτάδι στο κορμί της
της κόβεται η ανάσσα κι η πνοή της
βγαίνει φωτιά που καίει τη Σιωπή της
στα σύμπαντα ακούγεται η κραυγή της
και τότε κανείς δεν ξέρει πως
όλα αλλάξανε έγινε ΦΩΣ.
Όλοι οι προφήτες είδανε
τα χρώματα ν' ανάβουν
κι ανταπόκριση στείλαν παρευθύς
κι οι ιστορικοί τα μελλούμενα γράψανε
ευτυχώς αντικειμενικά.