Οι κούφιες λέξεις με τρομάζουν,
σαν αιμοβόρες μάγισσες
που λογικά ανακατεύουν
τις ζωές μας σε μια χυτρα.
Όταν πέταξες το ταγιεράκι
και τις λέξεις στο πάτωμα
αέρινη μπροστά μου
είδα μια γυμνή αλήθεια,
δίχως λάβαρα και σύμβολα
κι οι μάγισσες σκορπίσανε.
Εκείνες οι ώρες γίνανε στιγμές
ευλογημένες να αυξηθούνε
σαν την άμμο της θάλασσας
και μια σταγόνα ωκεανός.
Κι ύστερα δεν υπήρχε πια κανείς
μονάχα εμείς αναμεσα
σε μυριάδες άλλους
και φως από τα μάτια σου.
Μισόκλειστα,
αλλά τα δάχτυλά σου
αρματα πολεμικα,
εβγαζαν φλογες
που σημάδευαν
έλειωναν έκαιγαν
όλες τις κούφιες λέξεις
πριν γίνουν βέλη
ισχυρά και θανατηφόρα.
Τις στάχτες τους πήρε ο αέρας
και τις σκόρπισε στα πέρατα
της κάμαρας του κόσμου
όμως οι κούφιες λέξεις περισσεύουν
και μόνο αν τα δάχτυλά
κάνουνε πάντα
αυτό που πρέπει
θάμαστε ασφαλείς
απ το κενό τους.