*
Αιθεροβάμονες και υψιπετούντες δεινόσαυροι
τυρανόσαυροι βασιλικοί και σεις
κολλεόπτερα της πόλης μας
ίσως ευαρεστούμενοι
παρακούσετε τα λίγα και ασήμαντα
της ημετέρας ταπεινότητας λόγια
στόχον έχοντα, την ουτοπία.
Οταν ο 'Εκτορας πήρε τον δρόμο προς το υπερπέραν
με γοργό βήμα διασκελώντας το μονοπάτι της σιωπής
άφησε πίσω του κόρες και γιούς, μιαν Αντρομάχη
τα όπλα του, και την οργή του ασίγαστη στο ράφι,
μια Κασσάνδρα έκλαιγε στα κάστρα δικιωμένη.
Εκλαιγα κι εγώ εκείνο το βράδι
που τάλογο το σιδερένιο
μπήκε στην τάξη μας με την ορμή του Βουκεφάλα
κοιτάζοντας σαν μάγος μια πυρωμένη λυχνία ραδιοφώνου
και τη βουβή οθόνη του παλμογράφου
αδειανή κι ειρηνικά ακίνητη
σαν κανόνι διακοσμητικό των μουσείων.
Η Ελευθερία χόρευε μαγευτικά στον απέναντι τοίχο
αφήνοντας κόκκινες σκιές στο επίστρωμα των καυσαερίων
με τα προκλητικά της στήθια εκτεθειμένα στα μάτια μας
καλώντας μας σε πράξεις παραλογισμένες κι υπέροχες
ενώ ο Κυριάκος σκαρφαλωμένος στη σιδερένια πόρτα
μιλούσε με τον σιδεροκένταυρο Οδησσέα.
Θα ειδωθούμε μετά από μήνες είπε κι έφυγε
κι όλοι σκορπίσανε προς όλες τις κατευθύνσεις
κυνηγημένοι απ'τον αέρα που ξεφύσαγε το θηρίο,
βγάζοντας φλόγες σπίθες κι οσμές αλλόκοτες δακρυγόνες,
όσοι μπορέσαν κρύφτηκαν
οι άλλοι στο δόκανο πιαστήκαν
Μετά από εννηά μήνες ο Δούρειος 'Ιππος γέννησε
μια μικρή ελευθερία φτιασιδωμένη με υποσχέσεις
με ρούχα μεγαλίστικα κι ονειρικά στολίδια ανύπαρκτα
που αν κι άσκημη μαλώσαμε για χάρη της αρκετά
βάζοντας στον καυγά, συντρόφους πεθαμένους...