[Γραμμένο στα τέλη του 1997. Το όνομα του αποδέκτη είναι αλλαγμένο. Περισσότερα αναφέρονται στο τέλος].

Αγαπητέ Γιώργο,

Ξεφυλλίζω ένα παλιό περιοδικό. Το TIME της 13ης Μαρτίου 1989. Κοντεύουν δέκα χρόνια. Βλέπω τα άρθρα για την πληροφορική, και μου φαίνεται πως ο κόσμος δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε. Ήδη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ήδη οι μεγάλες τηλεπικοινωνιακές εταιρείες προωθούσαν το ISDN. Εκείνο που μου φαίνεται πως άλλαξε είναι το ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Στο εξώφυλλο βλέπω τον Κοσκωτά πίσω από σίδερα. Στις πρώτες σελίδες βλέπω φωτογραφίες της Δήμητρας Λιάνη, του Μένιου Κουτσόγιωργα, της Μαργαρίτας Παπανδρέου και της ομάδας του Ολυμπιακού.

Κατηγορίες για κατάχρηση, πλαστογραφία, δωροδοκία και πληρωμές εκατομμυρίων δολαρίων έχουν σαρώσει τη χώρα με το «σκάνδαλο Κοσκωτά», το χειρότερο οικονομικό και πολιτικό βάλτο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Καθώς εξετάζονται οι μάρτυρες, εμφανίζεται ένα ενοχλητικό ερώτημα: είχε ο πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, γνώση της κατάστασης; Σε έξι μεγάλες συνεντεύξεις του, όντας φυλακισμένος σε αμερικανική φυλακή, ο φυγάς τραπεζίτης Γεώργιος Κοσκωτάς περιγράφει μια κυβέρνηση βουτηγμένη στο έγκλημα.[1]

Ήμουν στο πρώτο έτος τότε. Από κείνο τον καιρό ήδη, προσπαθούσα να καταλάβω πράγματα που ακόμα με δυσκολεύουν. Προσπαθούσα να καταλάβω πώς είναι δυνατό να θεωρείται γενική συνέλευση χωρίς ημερήσια διάταξη. Πώς μπορεί, αντί να εγγράφονται θέματα, να εγγράφονται ομιλητές, που να μπορούν να μιλήσουν για οτιδήποτε. Πώς γίνεται, αντί να πραγματοποιείται χωριστή ψηφοφορία για κάθε θέμα, να είσαι υποχρεωμένος να ψηφίσεις αυτό που θέλεις μαζί με μύρια άλλα πράγματα που δεν θέλεις. Πώς μπορούν να αναφέρονται οι συνδικαλιστές με στόμφο στο «καταστατικό» που δεν υπήρξε ποτέ[*] (δεν ξέρω αν το πρόλαβες αυτό). Μα εκείνο που δυσκολευόμουν πιο πολύ να καταλάβω ήταν εκείνο που τα προκαλούσε όλα αυτά - το ότι οι κομματικές παρατάξεις είχαν οπαδούς που τις υποστήριζαν σαν να ήταν ποδοσφαιρικές ομάδες. Δεν είχε σημασία τι έλεγαν ή τι γραμμή έδιναν. Οι οπαδοί τους τις υποστήριζαν.

Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε. Είδα τις κυβερνήσεις συνεργασίας να διαδέχονται η μια την άλλη και να καταρρέουν. Είδα τα ιδιωτικά κανάλια ν' αναλαμβάνουν δράση το ένα μετά το άλλο. Είδα, από την τηλεόραση του CNN, τον Πόλεμο του Κόλπου. Είδα την κατάρρευση του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης. Είδα αρκετές φορές τα αστικά λεωφορεία να αλλάζουν ιδιοκτήτες. Είδα την Πρυτανεία να καίγεται. Κι όσο περνούσαν τα φοιτητικά μου χρόνια, όσο γίνονταν συνελεύσεις φοιτητών και εκλογές, το ερώτημά μου για τους οπαδούς γινόταν ολοένα πιο έντονο. Το όραμά μου ήταν να μάθει ο κόσμος να σκέπτεται. Να εξαντλήσει τη νοοτροπία του όχλου μέσα στα γήπεδα.

Ο Εγκέλαδος δεν μεταβιβάζει γραμμή στους ψηφοφόρους του, κι έτσι δεν μπορεί να σας απαλλάξει από το να σκέπτεστε.[2]

Δεν ήμουν ο μόνος που είχε τέτοιο όραμα. Πολλοί φοιτητές, μα και πολλοί Έλληνες γενικά, σκέπτονταν το ίδιο πράγμα. Οι φοιτητές ασπάζονταν αυτά που εγώ έγραφα στα έντυπα του Εγκέλαδου. Μπορεί το κύριο μέρος του Εγκέλαδου να ήταν από την αριστερά, αλλά το γεγονός ότι είχε συγκρατήσει αυτή την αριστερά με ελάχιστες διαρροές, το ότι είχε προσελκύσει ψηφοφόρους απ' όλους τους χώρους, φτάνοντας τελικά σε ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό ψήφων, και, πιο πολύ, το ότι μας είχε κάνει όλους υπερήφανους που ήμασταν μέλη του, οφειλόταν ακριβώς στη σκέψη, που αποδείκνυε ότι ήμασταν διαφορετικοί από τους άλλους, γιατί αληθινά ενδιαφερόμασταν για το καλό. Και εκείνο που πιστοποιούσε τη διαφορά του Εγκέλαδου από τους άλλους ήταν ότι ενθαρρύναμε το διάλογο και τη διαφωνία, ακόμα και μεταξύ μας.

Ο Εγκέλαδος και η επιτυχία του φανερώνουν ότι είναι τάση των καιρών να σταματήσουμε να προσκολλώμαστε σε κόμματα, και να απαιτούμε ελευθερία στη σκέψη μας και σεβασμό στην προσωπικότητά μας.[3]

Δεν είχα κάνει λάθος όταν παρατήρησα πως η σκέψη ήταν τάση των καιρών. Κάτι άλλαζε. Είδα, αργότερα, τον Ανδρέα Παπανδρέου να σφραγίζει κι εκείνος, με το θάνατό του, αυτή την αλλαγή. Είδα τον ελληνικό λαό να εμπιστεύεται το ΠΑΣΟΚ στο Σημίτη αντί στον Τσοχατζόπουλο ή στον Αρσένη, και τη χώρα στο Σημίτη αντί στον Έβερτ. Είδα τον ίδιο λαό να προσπαθεί να δώσει αντίστοιχη πνοή στη Νέα Δημοκρατία. Και κατάλαβα ότι ο λαός βλέπει, παρατηρεί, θυμάται, κρίνει. Κατάλαβα ότι ο λαός σκέπτεται.

Ακόμα βέβαια ο λαός έχει δρόμο μπροστά του. Ακόμα η Νέα Δημοκρατία δεν κατάφερε να εκσυγχρονιστεί. Εξακολουθούν να εκφράζονται, σε όλα τα κόμματα, ανοησίες παλαιών αντιλήψεων. Οι φοιτητές εξακολουθούν να κάνουν συνελεύσεις του ίδιου τύπου, και να αποφασίζουν καταλήψεις. Οι αγρότες, τουλάχιστον άπαξ ετησίως, κλείνουν το μεταφορικό δίκτυο της χώρας. Όμως υπάρχει διαφορά. Η χώρα έχει στόχο, και σχέδιο που να την οδηγεί σ' αυτό το στόχο. Λειτουργεί, προχωράει με συγκεκριμένα βήματα προς τα εμπρός, και οι όποιες διαταραχές σ' αυτά τα βήματα είναι φυσιολογικές. Πριν δέκα χρόνια, ολόκληρη η τελματώδης κατάσταση της χώρας ήταν μια μεγάλη διαταραχή.

Μέσα σ' αυτό το νέο κλίμα προόδου, άκουσα ότι η κυβέρνηση καταθέτει νομοσχέδιο για την παιδεία, και ότι οι φοιτητές απάντησαν με «καταλήψεις». Θυμήθηκα λοιπόν τον πολύπαθο νόμο της χώρας μας σχετικά με την ανώτατη παιδεία. Το νόμο που, το 1990, είχα βαρεθεί τον καθένα που έλεγε τη δικιά του μπούρδα, και τον είχα πάρει να τον διαβάσω από πρώτο χέρι.

Για την κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της ελεύθερης επιστημονικής αναζήτησης και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, αναγνωρίζεται το Πανεπιστημιακό Άσυλο.

Το Πανεπιστημιακό Άσυλο καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ και συνίσταται στην απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση ή άδεια του αρμόδιου οργάνου του ΑΕΙ.[4]

Δεν γνωρίζω, αγαπητέ Γιώργο, τι προβλέπει το νέο νομοσχέδιο. Ούτε ξέρω πού ακριβώς βρίσκονται οι διαφωνίες σας. Και μάλιστα ελάχιστα ενδιαφέρομαι να μάθω. Ξέρω ότι στις περισσότερες προσπάθειες βελτίωσης ή ανανέωσης του νόμου, από το 1982 ως σήμερα, πραγματοποιήθηκε «κατάληψη». Και αναρωτιέμαι αν σκέφτηκαν οι φοιτητές ορισμένα απλά πράγματα:

Αναρωτιέμαι, ακόμα, και το εξής: αφού η «κατάληψη» είναι παράνομη ενέργεια, και αφού, ευτυχώς, δεν υπάρχουν καταληψίες για να την επιβάλουν με τη βία, γιατί οι υπόλοιποι φοιτητές δεν προσέρχονται στο μάθημά τους; Εγώ σ' αυτή την περίπτωση θα πήγαινα κανονικά και θα ζητούσα από το διδάσκοντα, ακόμα κι αν ήμουν μόνος μου, να μου κάνει το μάθημα. Νομίζω πως κακώς δεν το έχουν σκεφτεί.

Όλα αυτά, αγαπητέ Γιώργο, τα αναφέρω για να σου δείξω πόσο γελοία φαίνεται αυτή η «κατάληψη», αλλά και πόσο οπισθοδρομική είναι ως μορφή αγώνα. Η κυβέρνηση πρότεινε κάτι. Αν έχετε διαφωνίες, καλώς τις έχετε. Αντισταθείτε. Κάντε πορεία. Ενημερώστε. Χρησιμοποιήστε επιχειρήματα. Μοιράστε έντυπα, με τεκμηριωμένη την άποψή σας. Η «κατάληψη» δεν σας βοηθά σε τίποτε. Αντίθετα, μάλιστα, αν πηγαίνατε κανονικά στο μάθημά σας, πολύ περισσότερη σημασία θα σας έδιναν. Γιατί τότε θα καταλάβαιναν όλοι ότι σκέπτεστε. Ενώ τώρα, εκείνο που νομίζουν οι περισσότεροι, μεταξύ αυτών κι εγώ, είναι πως ορισμένοι δαπίτες, πασπίτες και άλλοι φοιτητές που θέλουν να χάσουν μάθημα αφήνουν να κάνουν κουμάντο ορισμένοι αριστεριστές που κάνουν αγώνα για τον αγώνα. Και αν μεν αυτοί που το νομίζουμε αυτό έχουμε δίκιο, έχει καλώς. Είναι από τα φαινόμενα που σιγά-σιγά θα εκλείψουν. Αλλά όμως μπορεί να έχουμε και άδικο. Μπορεί να μην είναι έτσι. Μπορεί ο αγώνας σας να είναι δίκαιος, και να φαίνεται όπως φαίνεται εξαιτίας των κακών μεθόδων σας. Θα ήταν κρίμα αν ήταν έτσι.

Φιλικά,

Αντώνης


Αναφορές:
  1. Time International, Time-Life International, Amsterdam, 13 March 1989, σελ. 6.
  2. Απόσπασμα από το κεντρικό προεκλογικό έντυπο του Εγκέλαδου, Απρίλιος 1994.
  3. Απόσπασμα από ανακοίνωση του Εγκέλαδου την επομένη των φοιτητικών εκλογών, Απρίλιος 1994.
  4. Νόμος 1268/1982, άρθρο 2, παρ. 4-5, ΦΕΚ Α87, 16 Ιουλίου 1982. Ο νόμος αυτός δεν έχει αντικατασταθεί, όπως νομίζεται από μερικούς. Έχει τροποποιηθεί με μεταγενέστερους νόμους. Οι σχετικές με το Άσυλο διατάξεις δεν έχουν υποστεί τροποποίηση.
  5. Νόμος 1268/1982, άρθρο 25, παρ. 5, ΦΕΚ Α87, 16 Ιουλίου 1982, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 2083/1992, άρθρο 9, παρ. 9, ΦΕΚ Α159, 21 Σεπτεμβρίου 1992. Πριν την τροποποίηση το όριο 4/5 ήταν 2/3.

[*] [Το παραπάνω κείμενο το έγραψα στο τέλος του 1997, αλλά ούτε το είχα δημοσιεύσει τότε ούτε το είχα δείξει στον Γιώργο (του οποίου έχω αλλάξει το όνομα). Το παραθέτω ακριβώς όπως ήταν, με τα λάθη που είχε. Για τα πρακτικά: Η γνωστή κατάληψη επί δικτατορίας έγινε βέβαια το 1973, και όχι το 1974. Επίσης, το καταστατικό του Συλλόγου Φοιτητών Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, «που δεν υπήρξε ποτέ», τελικά υπήρξε, όπως μαθαίνω από ανθρώπους που ήταν φοιτητές το 1975, τότε που καταρτίστηκε. Πληροφορούμαι ότι είχε ξοδευτεί πολύς κόπος και χρόνος για την κατάρτιση και την ψήφισή του, και πως ήταν καλό. Δυστυχώς φαίνεται ότι παρέλειψαν να το καταθέσουν στο Πρωτοδικείο (είχα ψάξει επί ώρες το 1990 στα αρχεία του Πρωτοδικείου και είχα καταλήξει στο ότι δεν υπάρχει), κι έτσι αφενός δεν είχε καμιά εγκυρότητα, αφετέρου με το χρόνο απωλέσθη. Όταν εγώ ήμουν φοιτητής (1988-1994), είχε μείνει μόνο η ανάμνησή του (το ανέφεραν οι συνδικαλιστές στις συνελεύσεις), αλλά ως τον καιρό που τέλειωνα τις σπουδές μου είχαν χαθεί εντελώς τα ίχνη του.
Α.Χ., Ιούνιος 2001.]