Η έκλειψη του 1999: Μετά την ολική φάση


12 Αυγούστου 1999 μ.Χ. (Γ.Η.)
Από τις πτήσεις τις Malev Μόναχο-Βουδαπέστη-Αθήνα

Είναι φτωχή η Ιθάκη, είπε ο ποιητής. Είναι φτωχή, αλλά συνάμα είναι τόσο πλούσια. Φαίνεται φτωχή όταν έχεις από αυτήν μεγάλες προσδοκίες που δεν εκπληρώνονται. Φαίνεται πλούσια όταν βλέπεις πόσες προσδοκίες σου εκπληρώθηκαν, ή πόσα πράγματα δεν προσδοκούσες αλλά έγιναν, ή όταν σκέφτεσαι το ταξίδι που σου χάρισε.

Δύο λεπτά είναι χρόνος απίστευτα μικρός, αλλά συνάμα είναι απίστευτα μεγάλος. Μέχρι να κοιτάξω δυτικά, να κοιτάξω ανατολικά, να δω πόσο σκοτείνιασε, να αναρωτηθώ αν θα σκοτείνιαζε κι άλλο και γιατί ήταν φωτεινός ο ουρανός κατά το νότο, και να χαρώ τη βροχή που τότε ακριβώς άρχισε να πέφτει, είχε ήδη περάσει ένα λεπτό. Νομίζω πως μου μίλησε η Έλενα, ή ίσως να της μίλησα εγώ, μα δεν είμαι σίγουρος και δεν θυμάμαι τι είπαμε. Ξανακοίταξα το ρολόι μου πολύ γρήγορα, θα 'παιρνα όρκο πως ήταν αμέσως, μια στιγμούλα μόνο μετά τη δεύτερη επαφή. Αλλά όμως εκείνο έδειχνε πως είχαμε ήδη φτάσει στα μισά. Τα δευτερόλεπτα έτρεχαν μανιασμένα με μια ταχύτητα που δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί ο χρόνος να έχει. Σαν αστραπή πέρασε η σκιά από πάνω μας και άφησε πολλούς ν' αναρωτιούνται, άλλους φωναχτά και άλλους από μέσα τους, τι έγινε τώρα;

Και όμως, δύο λεπτά είναι απίστευτα μεγάλος χρόνος. Γιατί για να μπορέσω να περιγράψω τα αμέτρητα πράγματα που τα μάτια μου είδαν, τ' αυτιά μου άκουσαν, το σώμα μου αισθάνθηκε, το μυαλό μου σκέφτηκε κι η καρδιά μου ένιωσε, χρειάζομαι πολύ περισσότερο χρόνο. Μέσα σε δύο λεπτά μπορεί κάποιος να ζήσει μια ζωή. Και η ζωή αυτές τις φορές τρέχει τόσο γρήγορα ώστε ο λόγος μοιάζει ακίνητος, και χρειάζονται πολλές λέξεις για να περιγραφεί ένα μικρό μόνο μέρος απ' ό,τι συνέβη, εκείνο δηλαδή που η μνήμη θυμάται.

Πέντε λεπτά πριν τη δεύτερη επαφή ο Ήλιος και η Σελήνη κρύφτηκαν πίσω από σύννεφα, και ήταν πια σαφές ότι δεν επρόκειτο να ξαναβγούν παρά μόνο μετά την τρίτη επαφή. Την τελευταία φορά που είδαμε τον Ήλιο ήταν ένα δρεπάνι πολύ λεπτό, σαν γραμμούλα σχεδόν, όσο περίπου ήταν το δρεπάνι της Σελήνης που είχα δει από το αεροπλάνο 30 ώρες νωρίτερα. Και όμως, με αυτό το μικρό δρεπανάκι ο Ήλιος φώτιζε εκθαμβωτικά, ήταν αδύνατο να τον κοιτάξεις χωρίς τα ειδικά γυαλιά, και ήταν ακόμα μέρα. Μέρα λίγο σκοτεινή μεν, αλλά που δεν πίστευα ότι ένα τόσο μικρό δρεπανάκι μπορούσε να δημιουργεί.

Η παρέα μας ήταν χαρούμενη. Ήμασταν εγώ, η Έλενα, οι δύο κύπριοι φίλοι της Άλεξ και Αντώνης, μια γερμανίδα θεία τους, και ο Αρτούρ, γερμανός φίλος της Έλενας. Μαζί μας και πολλές δεκάδες ανθρώπων πάνω στην ταράτσα, που συζητούσαν, γελούσαν, έπιναν μπύρες, και κοίταζαν με τα γυαλιά τον Ήλιο πριν κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα. Όταν αυτό έγινε, πολλοί απογοητεύτηκαν, μα η γιορτινή ατμόσφαιρα δεν το άφησε να φανεί. Καμιά απογοήτευση δεν μπορούσε να καταλαγιάσει την αδρεναλίνη που είχαν ξεσηκώσει στο αίμα μου η άγρια χαρά και η ανυπομονησία των τελευταίων λεπτών. Χοροπήδηξα, σαν με ρίγος, και φώναξα δυνατά:
  - Μεγάλε, τη βρίσκω!
Και η Έλενα, μες στο χαρακτηριστικό της γέλιο, έκανε τη χαρακτηριστική της ερώτηση:
  - Τι σημαίνει «τη βρίσκω;»
  - Τη βρίσκω! Je la trouve! Γουστάρω!

Έμεναν πια ένα ή δύο λεπτά. Εξήγησα στα παιδιά ότι έπρεπε να κοιτάξουμε τη δύση, και αμέσως μετά τη δεύτερη επαφή να γυρίσουμε στην ανατολή. «Τριάντα δευτερόλεπτα!» φώναξα, και η Έλενα επανέλαβε στα Γερμανικά. Τότε άρχισε να βρέχει, να βρέχει δυνατά και με χοντρές στάλες. Σκέπασα με το πουλόβερ τη φωτογραφική μηχανή μου και γύρισα μετά να κοιτάξω κατά τη δύση. Ήδη ο κόσμος κοίταζε προς τα εκεί, μερικοί με σηκωμένες τις ομπρέλες τους. Αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατό εκείνη τη στιγμή να σκέφτονται τις ομπρέλες τους. Εγώ ένιωθα με ευχαρίστηση, πείτε με τρελό, το κρύο νερό να με χτυπάει, που έμοιαζε σαν να είχε καταφτάσει κι αυτό για να συμμετάσχει στη γιορτή μας.

Μερικά χιλιόμετρα προς τα βόρεια υπήρχε ένα μεγάλο κενό μέσα στα σύννεφα, και φαινόταν ο γαλάζιος ουρανός. Κενό υπήρχε και μερικά χιλιόμετρα προς το νότο· ήταν αυτό που είχε περάσει από πάνω μας ένα τέταρτο νωρίτερα. Η γη σκοτείνιασε. Κοίταξα το ρολόι μου. «Δέκα δευτερόλεπτα!» είπα. «Πέντε! Τέσσερα! Τρία! Δύο! Ένα!»

Δεν έγινε το σκοτάδι που περίμενα. Δεν ήταν θεαματική η πορεία της σκιάς από τη δύση προς την ανατολή, αλλά γι' αυτό μάλλον έφταιγε η συννεφιά. Το κενό των σύννεφων στο νότο εξακολουθούσε να είναι φωτεινό, αν και όχι πολύ, και είχε χρώματα σαν αυτά που έχει ο ορίζοντας όταν ανατέλλει ο Ήλιος. Νομίζω πως και το κενό στο βορρά ήταν φωτεινό, αλλά δεν θυμάμαι σίγουρα. Στην πόλη φαίνονταν τα φώτα των αυτοκινήτων και των κτιρίων, μερικές δημόσιες λάμπες που είχαν ανάψει στην πολυτεχνειούπολη, και κάτι πυροτεχνήματα που έριξαν πέρα μακριά. Είχε τόσο φως όσο έχει μια ώρα, ή ίσως 40 λεπτά, πριν την ανατολή. Τις πρώτες στιγμές κοιτούσα στη δύση, στην ανατολή, στο βορρά και στο νότο, μετά ξανά στη δύση και στην ανατολή, και αναρωτιόμουν γιατί αυτό που έβλεπα δεν ήταν ακριβώς σαν αυτό που είχα διαβάσει στα βιβλία. Μήπως θα σκοτείνιαζε κι άλλο σε λίγο; Μήπως ήμασταν πολύ μακριά από την κεντρική γραμμή και μας φώτιζε το φως που ερχόταν από τα νότια; Μήπως δεν είχα καταλάβει καλά αυτά που είχα διαβάσει; Έβλεπα και την Έλενα που κοίταζε κι αυτή συνεχώς τριγύρω και είχε παρόμοιες απορίες. Κοίταξα πάλι το ρολόι μου. «Μένει ένα λεπτό», της είπα.

Μετά κοίταξα για πρώτη φορά τον ουρανό, και είδα ψηλά, με έκπληξη και θαυμασμό, μια λαμπρή φωτεινή βουλίτσα σε μπλε φόντο, σε ένα μικρό άνοιγμα που είχαν κάνει τα σύννεφα. Ο ουρανός εκεί ήταν τόσο φωτεινός όσο είναι μια ώρα, ή ίσως 40 λεπτά, πριν την ανατολή. Μες στην έκσταση της στιγμής, ένα κομμάτι του μυαλού μου έκανε ανόητες σκέψεις. Να ήταν αυτή η βουλίτσα ένα κομμάτι του Ήλιου που η Σελήνη άφηνε ακόμα να φανεί; Μα την ίδια στιγμή ένα άλλο κομμάτι του μυαλού μου, δουλεύοντας σχεδόν ανεξάρτητα και πάντως υποσυνείδητα, έκανε τα χείλη μου να φωνάξουν δυνατά: «Η Αφροδίτη!» Η Έλενα με άκουσε και επανέλαβε στα Γερμανικά: «Venus!» Έτρεξα στη φωτογραφική μηχανή μου, την ξεσκέπασα και πάτησα το ντεκλανσέρ. Πόσα πράγματα σκεφτόμουν! Ήταν οπλισμένη; Σκόπευε καλά; Θα πείραζε που οι στάλες της βροχής θα πιτσιλούσαν το φακό της; Μήπως ήταν πολλά τα δέκα δευτερόλεπτα, μια και δεν είχε πολύ σκοτάδι; Ήταν πράγματι η Αφροδίτη αυτό το σώμα; Αφηρημένος, αν μπορούμε αυτό να το πούμε αφηρημάδα, άφησα το ντεκλανσέρ, ίσως ένα, ίσως τρία δευτερόλεπτα μετά. Όπλισα πάλι, ξαναπάτησα, και αυτή τη φορά μέτρησα σωστά από μέσα μου, ίσως και φωναχτά, τα δέκα δευτερόλεπτα. Σε λίγες ώρες θα μάθω τι τράβηξε η μηχανή μου. Φοβάμαι όμως ότι, επειδή είχα βάλει τον ήλιο στο κέντρο, η Αφροδίτη, 15 μοίρες μακριά, θα ήταν εκτός πεδίου.

Παρατώντας τη μηχανή μου στο έλεος της βροχής, άρχισα πάλι να χαζεύω, και δεν θυμάμαι πώς πέρασε αυτό το τελευταίο μισό λεπτό. Μάλλον θα κοίταζα πάλι γύρω μου προς όλες τις διευθύνσεις, θα ξανακοίταζα την Αφροδίτη, ενώ μπορεί να αντάλλασσα και κουβέντες με την Έλενα. Όταν ξανακοίταξα το ρολόι μου, ήταν κάπου κοντά στην τρίτη επαφή. Η σκιά έφυγε για το Salzburg, και στο Μόναχο άρχισε πάλι να ξημερώνει.

Λίγη ώρα μετά ο Αρτούρ άνοιξε τη σαμπάνια. Ήπιαμε λίγη εκεί, στην ταράτσα, και μετά κατεβήκαμε στη φοιτητική λέσχη για καφέ άλλοι, για φαγητό μερικοί άλλοι. Σκέφτηκα να βλέπαμε και την τέταρτη επαφή για ν' αποχαιρετήσουμε τη Σελήνη, αλλά στη λέσχη ήταν όμορφη η παρέα μας και ξεχαστήκαμε, και όταν βγήκαμε έξω ήταν ήδη τρία λεπτά μετά την τέταρτη επαφή. Περπατώντας δίπλα μου, η Έλενα συνόψισε την εμπειρία της έκλειψης σε μία λέξη: «Απογοητεύτηκα». «Είναι φτωχή η Ιθάκη», της απάντησα.

Η υπόλοιπη μέρα πέρασε όμορφα. Ήπιαμε μπύρες σ' ένα Biergarten, περπατήσαμε λίγο στο κέντρο της πόλης, γυρίσαμε σπίτι για ύπνο, και το βραδάκι βγήκαμε για φαγητό πρώτα και μετά πήγαμε σ' ένα απαίσιο μπαράκι, και να που, σαν θαύμα, και στο εστιατόριο και στο μπαράκι οι σερβιτόροι μας ήταν Έλληνες. Όλη τη μέρα, αλλά και σήμερα το πρωί, στο δρόμο για το αεροδρόμιο, δεν σταμάτησα να θαυμάζω αυτή την πανέμορφη πόλη κι αυτή την πανέμορφη χώρα, που είχα θαυμάσει και το 1993, αλλά είχα στο μεταξύ ξεχάσει πόσο με είχαν γοητεύσει.

Τώρα το αεροπλάνο ετοιμάζεται ν' αρχίσει την κάθοδο για το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Άφησα πίσω το παράθυρό μου και γυρίζω στον καθρέφτη μου. Ήταν δυνατό το φάρμακο, και όχι χωρίς παρενέργειες· ήταν καλό όμως. Στις 29 Μαρτίου 2006, αν η γυναίκα δεν γκρινιάζει, αν τα παιδιά δεν έχουν πυρετό, κι αν το Καστελλόριζο είναι ακόμα ελληνικό, ελπίζω να ξαναζήσουμε αυτές τις όμορφες στιγμές. Αν σταθεί ευνοϊκή η τύχη, ή μάλλον ισχυρή η θέληση, μπορεί να τις ζήσουμε νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2001, στην Αγκόλα. Μέχρι τότε, καλές διακοπές, καλές σπουδές, καλή επάνοδο, και καλά όλα, ή, όπως θα έλεγαν οι φίλοι μας οι Γερμανοί, Alles Gute.


Πίσω στο ευρετήριο Φωτογραφίες